Τα πλεονεκτήματα και τους κινδύνους που αντιμετωπίζει η χώρα στην προσπάθειά της να εξασφαλίσει την ενεργειακή της επάρκεια στη δύσκολη σημερινή συγκυρία, παρουσίασε χθες στον πρωθυπουργό, η Επιτροπή Διαχείρισης Ενεργειακών Κρίσεων του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
Στη σύσκεψη συμμετείχε η ΡΑΕ, το ΥΠΕΝ, οι Διαχειριστές (ΔΕΔΔΗΕ, ΑΔΜΗΕ), η ΔΕΗ και η ΔΕΠΑ και η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών, με εκτιμήσεις για την πορεία των διεθνών τιμών καυσίμων και την επίπτωση στις δημοσιονομικές αντοχές της οικονομίας.
Η κατάσταση χαρακτηρίστηκε πολύπλοκη και σοβαρή, αφού κανείς δεν ξέρει αν θα ανοίξει και πάλι ο Nord Stream 1 στις 22 Ιουλίου και είναι απρόβλεπτες οι επιπτώσεις μιας τέτοιας εξέλιξης στην επάρκεια εφοδιασμού της Ευρώπης και στις τιμές του φυσικού αερίου.
Αμυνα της χώρας στο κάποτε ακραίο σενάριο διακοπής της ροής του φυσικού αερίου που σήμερα μοιάζει πολύ πιθανό, αποτελεί ο τροφοδοσία της Ρεβυθούσας με LNG και η υποκατάσταση του φυσικού αερίου για την ηλεκτροπαραγωγή από λιγνίτη και ντίζελ.
Χθες ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ενημερώθηκε για τα εναλλακτικά σενάρια που έχει επεξεργαστεί η Επιτροπή σε περίπτωση μειωμένης διάθεσης ή και πλήρους διακοπής ρωσικού φυσικού αερίου το φθινόπωρο και τον χειμώνα προς την Ευρώπη, προκειμένου να διασφαλιστεί η ενεργειακή επάρκεια της χώρας.
Παρουσιάστηκαν όλα τα δεδομένα παραγωγής, εισαγωγών, εξαγωγών και αποθήκευσης και διαπιστώθηκε ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε πιο ευνοϊκή θέση συγκριτικά με άλλες χώρες της ΕΕ, την οποία όμως και πρέπει να προστατέψει.
Υπό αναθεώρηση η πολιτική εξαγωγών
Αν και η χώρα βασιζόμενη στον Turkish Stream που -μάλλον- θα συνεχίσει να τροφοδοτεί τη χώρα με ρωσικό αέριο, στα φορτία LNG που θα γεμίζουν τη Ρεβυθούσα και στο λιγνίτη για την ηλεκτροπαραγωγή, μπορεί να εξασφαλίσει την ενεργειακή της επάρκεια ακόμη και στις χειρότερες συνθήκες, παράγοντα κινδύνου για την επάρκειά της, αποτελούν οι εξαγωγές.
Στην περίπτωση που δεν ξαναλειτουργήσει ο Nord Stream 1 (που προμηθεύει με Ρωσικό αέριο την κεντρική Ευρώπη μέσω Γερμανίας) στις 22 Ιουλίου, θα μπορούσε να δημιουργηθεί πρόβλημα αν προωθούνταν το φυσικό αέριο από την Ελλάδα σε εξαγωγές αποδυναμώνοντας την ελληνική αγορά.
Η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να καλύπτει με εξαγωγές και τις ανάγκες της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας, δόγμα που τίθεται υπό αναθεώρηση ενόψει του κινδύνου να απειλείται η επάρκεια στην εγχώρια αγορά ενέργειας.
Αντίστοιχα, θέμα συζήτησης είναι και οι εξαγωγές στο ηλεκτρικό ρεύμα, καθώς θα μπορούσε να απειληθεί η επάρκεια του συστήματος και οι τιμές αν αυξηθούν δραστικά οι εξαγωγές ρεύματος από τη χώρα μας προς τις χώρες με τις οποίες είναι συνδεδεμένη (Ιταλία, Βουλγαρία).
Τα φορτία LNG, το ντίζελ και ο λιγνίτης
Ηδη βρίσκεται στη Ρεβυθούσα η νέα πλωτή δεξαμενή υγροποιημένου φυσικού αερίου που αυξάνει τη χωρητικότητα αποθήκευσης του σταθμού, σε περισσότερα από 380.000 κυβικά μέτρα (από 225.000 που είναι τώρα) και μπορεί να ξεκινήσει άμεσα να λειτουργεί. Η εξασφάλιση όμως των απαραίτητων φορτίων LNG σε περίπτωση όξυνσης της κρίσης στο φυσικό αέριο θα αποτελεί ένα διαρκές ερωτηματικό.
Στο ενδεχόμενο κορύφωσης της κρίσης στο φυσικό αέριο, στόχος της κυβέρνησης είναι να μειωθεί στο ελάχιστο η συμμετοχή του στο ενεργειακό μείγμα για την παραγωγή ενέργειας.
Σε πρώτο πλάνο μπήκαν οι δυνατότητες υποκατάστασης της ηλεκτροπαραγωγή από φυσικό αέριο από ενέργεια από τις λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ ή από τις μονάδες που μπορούν να λειτουργήσουν και με πετρέλαιο ντίζελ αντί για φυσικό αέριο.
Ηδη λειτουργούν οι υφιστάμενες πέντε λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ και θα προστεθεί και η καινούργια «Πτολεμαΐδα V» από τον Σεπτέμβριο.
Από τις μονάδες φυσικού αερίου, οι τρεις μονάδες των ιδιωτών ΗΡΩΝ και Elpedison και οι δύο της ΔΕΗ που έχουν τη δυνατότητα λειτουργίας με πετρέλαιο, και αυτά τα δεδομένα εξασφαλίζουν ασφαλή παροχή ηλεκτροδότησης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ενώ το 2021, όλο το έτος, οι λιγνίτες συμμετείχαν στο ενεργειακό μείγμα της ΔΕΗ με 21%, στο πρώτο 6μηνο του 2022 η συμμετοχή του λιγνίτη έχει αυξηθεί στο 27,6% και τον Ιούνιο η συμμετοχή του λιγνίτη στο ενεργειακό μείγμα της ΔΕΗ ήταν 34%.