spot_img
Civiltech
Civiltech
spot_img

Αλλαγές στο πειθαρχικό των μηχανικών • Παραπτώματα • Ποινές • Παραγραφή

Nanodomi
Bosch
Ariston

Κατατέθηκε χθες το βράδυ στη Βουλή το μεγέθους 342 σελίδων νομοσχέδιο του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων με θέμα “Εκσυγχρονισμός, απλοποίηση και αναμόρφωση του ρυθμιστικού πλαισίου των δημοσίων συμβάσεων, ειδικότερες ρυθμίσεις προμηθειών στους τομείς της άμυνας και της ασφάλειας και άλλες διατάξεις για την ανάπτυξη και τις υποδομές”.

- Advertisement -

Μεταξύ άλλων, με το νομοσχέδιο εισάγονται νέες ρυθμίσεις που αφορούν στην οργάνωση και λειτουργία του ΤΕΕ καθώς και σε αλλαγές στην πειθαρχική διαδικασία για τους μηχανικούς.

Αναλυτικά:

- Advertisement -

Οργάνωση και λειτουργία ΤΕΕ

Άρθρο 188

Με την προτεινόμενη διάταξη σκοπείται η ρύθμιση θεμάτων του Τ.Ε.Ε., που δεν είχαν ρυθμιστεί, ως προς τους εκπροσώπους του Τ.Ε.Ε. αφ’ ενός μεν για λόγους ισότητας ενόψει των ρυθμίσεων για τους ιδιώτες που μετέχουν ως μέλη σε συλλογικά όργανα του δημοσίου, αφ’ ετέρου δε ενόψει του γεγονότος ότι η αποστολή που επιτελούν οι εν λόγω εκπρόσωποι απαιτεί ιδιαίτερες γνώσεις επιστήμης και τέχνης και συνέχεται με αντίστοιχα αυξημένου επιπέδου ευθύνες.

Λόγω των γεωγραφικών ιδιαιτεροτήτων της χώρας μας σε πλείστες περιπτώσεις η διασπορά των ως άνω συμβουλίων και επιτροπών είναι τέτοια που καθιστά αναγκαία τη μετακίνηση των εκπροσώπων του Τ.Ε.Ε. με ίδιες δαπάνες. Με την υπό αξιολόγηση διάταξη επιχειρείται η κάλυψη της επιπρόσθετης χρηματικής και χρονικής επιβάρυνσης για την, εντός ή και εκτός της ίδιας περιφερειακής ενότητας, μετάβαση των εκπροσώπων του Τ.Ε.Ε. από την έδρα τους στον τόπο διεξαγωγής του διαγωνισμού, η οποία είθισται να επαναλαμβάνεται συχνά. Επιδιώκεται, επίσης, και η αποτροπή του ενδεχόμενου άρνησης συμμετοχής στα εν λόγω όργανα από τους εκπροσώπους του Τ.Ε.Ε., ενόψει και των αυξημένων ευθυνών που συνεπάγεται η συμμετοχή σε αυτά, για τους ως άνω λόγους.

Άρθρο 189

Λόγω των γεωγραφικών ιδιαιτεροτήτων της χώρας μας σε πλείστες περιπτώσεις η διασπορά των ως άνω συμβουλίων και επιτροπών είναι τέτοια που καθιστά αναγκαία τη μετακίνηση των εκπροσώπων του Τ.Ε.Ε. με ίδιες δαπάνες. Με την υπό αξιολόγηση διάταξη επιχειρείται η κάλυψη της επιπρόσθετης χρηματικής και χρονικής επιβάρυνσης για την, εντός ή και εκτός της ίδιας περιφερειακής ενότητας, μετάβαση των εκπροσώπων του Τ.Ε.Ε. από την έδρα τους στον τόπο διεξαγωγής του διαγωνισμού, η οποία είθισται να επαναλαμβάνεται συχνά. Επιδιώκεται, επίσης, και η αποτροπή του ενδεχόμενου άρνησης συμμετοχής στα εν λόγω όργανα από τους εκπροσώπους του Τ.Ε.Ε., ενόψει και των αυξημένων ευθυνών που συνεπάγεται η συμμετοχή σε αυτά, για τους ως άνω λόγους.

Τέλος, παρέχεται εξουσιοδότηση στους Υπουργούς Ανάπτυξης και Επενδύσεων και Υποδομών και Μεταφορών, μετά από εισήγηση της Διοικούσας Επιτροπής του Τ.Ε.Ε., νας καθορίζουν με κοινή απόφαση τους όρους και τις προϋποθέσεις λειτουργίας της Υπηρεσίας Γ.Ε.ΜΗ. και της Υπηρεσίας Μιας Στάσης του Τ.Ε.Ε., καθώς και κάθε άλλο αναγκαίο ζήτημα για την εφαρμογή του παρόντος

Άρθρο 190

Στο άρθρο 190 προβλέπεται η δυνατότητα εγγραφής ως μέλη του Τ.Ε.Ε. των προσώπων που έχουν υποχρέωση αναγγελίας στο Τ.Ε.Ε. σύμφωνα με το άρθρο 39 του π.δ. της 27.11/14.12.1926 (Α΄430). Επιπλέον, προβλέπεται ότι τα άτομα που είναι εγγεγραμμένα στα Μητρώα του π.δ. 71/2019 (Α΄ 112) εγγράφονται υποχρεωτικά μόνο στο Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας (Τ.Ε.Ε.)

Άρθρο 191

Με το άρθρο 191 προβλέπεται η δυνατότητα εξ αποστάσεως αξιολόγησης των υποψηφίων στις προφορικές εξετάσεις για τη χορήγηση άδειας άσκησης επαγγέλματος. Ειδικότερα, δίνεται η δυνατότητα στους διπλωματούχους μηχανικούς να συμμετέχουν στις εξετάσεις του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας, οι οποίες διενεργούνται, τουλάχιστον, τρεις φορές τον χρόνο στις έδρες του Κεντρικού και των Περιφερειακών Τμημάτων του Τ.Ε.Ε., με τη χρήση εξ αποστάσεως αξιολόγησης, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν καθίσταται δυσχερής η προσέλευση τους στους χώρους του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας, κατόπιν σχετικής απόφασης του Προέδρου του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος. Για τον λόγο αυτό όταν η Πολιτεία επιβάλλει μέτρα περιορισμού των μετακινήσεων για την προστασία της δημόσιας υγείας, αλλά και όταν οι ίδιοι υποψήφιοι για λόγους ανωτέρας βίας αδυνατούν να προσέλθουν στα εξεταστικά κέντρα, παρέχεται ως εναλλακτικός τρόπος εξέτασης η χρήση μεθόδων εξ αποστάσεως αξιολόγησης των υποψηφίων καθώς η διαδικασία των εξετάσεων αποτελεί προϋπόθεση για τη χορήγηση της άδειας άσκησης επαγγέλματος στους διπλωματούχους μηχανικούς προκειμένου να προχωρήσουν στην έναρξη της επαγγελματικής τους δραστηριότητας και την ένταξή τους στην παραγωγική διαδικασία.

Άρθρο 192

Με την αξιολογούμενη ρύθμιση προωθείται η εξειδικευμένη τεχνική συνδρομή και υποβοήθηση όλων των φορέων εν γένει του δημοσίου τομέα, στο πλαίσιο των διαδικασιών ωρίμανσης έργων, προγραμμάτων ανάπτυξης, εκπόνησης μελετών και δημοπράτησης έργων, προκειμένου να διευκολυνθεί η βέλτιστη αξιοποίηση της περιουσίας τους. Προς τον σκοπό αυτό, προβλέπεται η δυνατότητα κατάρτισης προγραμματικών συμβάσεων με το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας, το οποίο, ως εκ του θεσμικού του ρόλου ως τεχνικού συμβούλου της πολιτείας και των καταστατικών του σκοπών, συνδράμει στην προαγωγή της επιστήμης, στους τομείς που σχετίζονται με την εξειδίκευση των μελών του, της τεχνικής και της τεχνολογίας, με σκοπό την αξιοποίησή τους για την οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική ανάπτυξη της χώρας, στο πλαίσιο των αρχών της αειφορίας και της προστασίας του περιβάλλοντος.

Άρθρο 193

Με την προτεινόμενη ρύθμιση σκοπείται η τακτοποίηση οφειλόμενων σε παραδρομή διαδικαστικών εκκρεμοτήτων παρελθουσών ετών προς αποκατάσταση της ορθής λειτουργία της Παγίας Προκαταβολής επ’ ωφελεία του Τ.Ε.Ε., καθώς και η προσαρμογή του ύψους αυτής στα σημερινά επίπεδα πρακτικών αναγκών και συνθηκών.

Ρυθμίσεις για την Πειθαρχική Διαδικασία

Άρθρο 194

Στο άρθρο 194 τίθενται οι γενικές αρχές της πειθαρχικής διαδικασίας ενώπιον του Τ.Ε.Ε., με σκοπό να υπάρξει ισορροπία στην εφαρμογή των αρχών της ποινικής και πειθαρχικής διαδικασίας. Επιπλέον, εκσυγχρονίζονται οι ρυθμίσεις για τη συγκρότηση και λειτουργία των Πειθαρχικών Συμβουλίων, με στόχο την άμεση διεκπεραίωση της πειθαρχικής διαδικασίας και τη διασφάλιση της αντικειμενικότητας και της ακεραιότητας των προσώπων που συμμετέχουν σ’ αυτά.

Άρθρο 195

Με το άρθρο 195 προσδιορίζονται και καθορίζονται με τρόπο σαφή τα πειθαρχικά παραπτώματα των μελών του Τ.Ε.Ε..

Άρθρο 196

Με το άρθρο 196 ορίζεται η προθεσμία παραγραφής των πειθαρχικών παραπτωμάτων στα πέντε χρόνια από την τέλεση τους, η οποία αναστέλλεται όταν υποβάλλεται αναφορά και εκκινεί η πειθαρχική διαδικασία. Σε κάθε περίπτωση η αναστολή δεν μπορεί να υπερβεί τα τρία (3) έτη έως την έκδοση πειθαρχικής απόφασης από το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο. Τέλος, προβλέπεται ειδική ρύθμιση για τα πειθαρχικά παραπτώματα που αποτελούν και ποινικά αδικήματα, τα οποία παραγράφονται μετά την πάροδο ενός (1) έτους από την έκδοση αμετάκλητης απόφασης του ποινικού δικαστηρίου ή αμετάκλητου απαλλακτικού βουλεύματος.

Άρθρο 197

Στο άρθρο 197 ορίζονται οι πειθαρχικές ποινές, οι οποίες ποικίλλουν από την επίπληξη, το πρόστιμο, τη χρηματική ποινή, έως τη προσωρινή και την οριστική στέρηση της δυνατότητας άσκησης επαγγέλματος μηχανικού. Επίσης, παρατίθενται οι προϋποθέσεις επιβολής της οριστικής στέρησης της δυνατότητας άσκησης επαγγέλματος μηχανικού σε ιδιαίτερα βαριές περιπτώσεις πειθαρχικών παραπτωμάτων

Άρθρο 198

Το άρθρο 198 προσδιορίζει τους παράγοντες τους οποίους λαμβάνει υπόψη το Πειθαρχικό Συμβούλιο για τον προσδιορισμό του είδους και την επιμέτρηση της ποινής, καθώς επίσης τον τρόπο επιμέτρησης της ποινής σε περίπτωση συρροής περισσότερων πειθαρχικών αδικημάτων του ίδιου είδους.

Άρθρο 199

Το άρθρο 199 προσδιορίζει τον τρόπο αρχειοθέτησης των τελεσίδικων πειθαρχικών ποινών καθώς και τον χρόνο διατήρησης αυτών στο Αρχείο Πειθαρχικών Ποινών του Τ.Ε.Ε., ανάλογα με τη βαρύτητά τους. Επίσης, προσδιορίζει τους φορείς στους οποίους πρέπει να κοινοποιηθεί η ποινή της προσωρινής ή οριστικής στέρησης δυνατότητας άσκησης επαγγέλματος μηχανικού. Επιπροσθέτως, σε περίπτωση οριστικής στέρησης δυνατότητας άσκησης επαγγέλματος μηχανικού σε μέλος εταιρείας με αντικείμενο μηχανικού, προβλέπεται η υποχρέωση αφαίρεσης του ονόματος του μηχανικού από την εταιρική επωνυμία.

Άρθρο 200

Το άρθρο 200 ορίζει τα πρόσωπα τα οποία υπόκεινται στη δικαιοδοσία των Πρωτοβάθμιων Πειθαρχικών Συμβουλίων καθώς και στη δικαιοδοσία του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου λόγω τέλεσης πειθαρχικού παραπτώματος. Επιπλέον, ορίζεται ο τόπος συγκρότησης και λειτουργίας των Πρωτοβάθμιων Πειθαρχικών Συμβουλίων και του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου καθώς και ζητήματα αρμοδιότητας.

Άρθρο 201

Στο άρθρο 201 ορίζονται ζητήματα συγκρότησης και λειτουργίας των Πρωτοβάθμιων Πειθαρχικών Συμβουλίων. Ειδικότερα, στην παρ. 2 προβλέπεται η σύνθεση και ο τρόπος λειτουργίας του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου που λειτουργεί στην έδρα του Τ.Ε.Ε..

Επίσης, ορίζονται ο τρόπος εκλογής του Προέδρου και των μελών του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου, η θητείας τους, ο τρόπος συνεδριάσεων και λήψης αποφάσεων, καθώς και η δικαιοδοσία τους. Ακολούθως, παρατίθενται ζητήματα εγκυρότητας των αποφάσεων των Πρωτοβάθμιων Πειθαρχικών Συμβουλίων και ευθύνης του Προέδρου, των μελών και των εισηγητών.

Άρθρο 202

Στο άρθρο 202 ορίζεται η αρμοδιότητα εκδίκασης υποθέσεων από το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο, η συγκρότησή του, η θητεία των μελών του, ο χρόνος συνεδρίασης, ο τρόπος εκλογής των μελών του και ο τρόπος λήψης αποφάσεων.

Άρθρο 203

Στο άρθρο 203 ρυθμίζονται ζητήματα εξαίρεσης και αποχής των μελών των Πειθαρχικών Συμβουλίων και των Εισηγητών. Ορίζεται η διαδικασία υποβολής αίτησης εξαίρεσης μέλους του Πειθαρχικού Συμβουλίου και του Εισηγητή και ο τρόπος έκδοσης απόφασης επ’ αυτής

Άρθρο 204

Στο άρθρο 204 ορίζεται η διαδικασία της προκαταρκτικής πειθαρχικής εξέτασης. Ειδικότερα, τίθενται οι προϋποθέσεις για την εκκίνηση της διαδικασίας από τον Πρόεδρο του Πειθαρχικού Συμβουλίου, προσδιορίζονται οι όροι του παραδεκτού της καταγγελίας τέλεσης πειθαρχικού παραπτώματος, ο χρόνος και ο τρόπος διεξαγωγής της προκαταρκτικής εξέτασης κατά μέλους του Τ.Ε.Ε. καθώς και ο τρόπος περάτωσης αυτής.

Άρθρο 205

Στο άρθρο 205 ορίζεται η διαδικασία άσκησης πειθαρχικής δίωξης και παραπομπής ενώπιον του αρμόδιου πειθαρχικού συμβουλίου.

Άρθρο 206

Στο άρθρο 206 ορίζεται η διαδικασία που τηρείται ενώπιον των πειθαρχικών συμβουλίων, πριν την έκδοση απόφασής τους. Ειδικότερα, προβλέπεται η διαδικασία ορισμού εισηγητή, τα καθήκοντα του εισηγητή κατά την εξέταση της υπόθεσης καθώς και οι προϋποθέσεις και η διαδικασία για την αρχειοθέτηση της υπόθεσης ή την έκδοση κατηγορητηρίου.

Άρθρο 207

Με το άρθρο 207 καθορίζεται η διαδικασία έκδοσης της πειθαρχικής απόφασης. Ειδικότερα, ρυθμίζονται η διαδικασία έκδοσης της απόφασης, το περιεχόμενο της, η δημοσιότητας της και κάθε άλλο αναγκαίο ζήτημα για την έκδοση της πειθαρχικής απόφασης.

Άρθρο 208

Με το άρθρο 208 καθορίζονται οι προθεσμίες, τα παράβολα και η διαδικασία και οι προϋποθέσεις άσκησης έφεσης και η διαδικασία εκδίκασης της έφεσης και έκδοσης απόφασης.

Άρθρο 209

Το άρθρο 209 ρυθμίζει τη διαδικασία εκτέλεσης των τελεσίδικων αποφάσεων των πειθαρχικών συμβουλίων, καθώς και ζητήματα δημοσίευσης αυτών. Επιπλέον, ορίζονται ο τρόπος και χρόνος είσπραξης των επιβληθέντων προστίμων, χρηματικών ποινών και λοιπών εξόδων της πειθαρχικής διαδικασίας, η προσαύξηση τους σε περίπτωση καθυστέρησης καταβολής καθώς επίσης οι συνέπειες αυτών. Τέλος, προβλέπεται ότι, αν επιβληθεί η ποινή της προσωρινής ή οριστικής στέρησης της δυνατότητας άσκησης επαγγέλματος, απαγορεύεται ταυτόχρονα η διενέργεια πράξεων μέσω των πληροφοριακών συστημάτων του Τ.Ε.Ε. και χάνουν οι καταδικασθέντες το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι κατά τις αρχαιρεσίες του Τ.Ε.Ε. και να υποβάλουν ή να αναλάβουν μελέτη ή έργο.

Άρθρο 210

Το άρθρο 210 ρυθμίζει τη συγκρότηση και λειτουργία της γραμματείας των πειθαρχικών συμβουλίων καθώς επίσης την αποζημίωση των ατόμων που συγκροτούν τα Πειθαρχικά Συμβούλια.

Διαβάστε παρακάτω το κείμενο των προτεινόμενων διατάξεων

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’
ΡΥΘΜΙΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΤΕΕ)

Άρθρο 188
Εκπρόσωποι ΤΕΕ σε συλλογικά όργανα

Αν προβλέπεται από την κείμενη νομοθεσία η συμμετοχή εκπροσώπου του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας (Τ.Ε.Ε.) σε συλλογικό όργανο που διενεργεί διαδικασία σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, μελετών και παροχής τεχνικών υπηρεσιών και λοιπών συναφών επιστημονικών υπηρεσιών, ως μέλος του οικείου συλλογικού γνωμοδοτικού οργάνου, με την απόφαση της αναθέτουσας αρχής ή της ΚΑΑ περί συγκρότησης του συλλογικού γνωμοδοτικού οργάνου καθορίζονται επίσης το ύψος της αποζημίωσης του εκπροσώπου του ΤΕΕ, η διαδικασία και οι εν γένει προϋποθέσεις καταβολής της. Η απόφαση αποζημίωσης κοινοποιείται στον οριζόμενο εκπρόσωπο και στο Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας, μαζί με τα δικαιολογητικά που προβλέπονται από τις διατάξεις του δημοσίου λογιστικού, που αποδεικνύουν την εκ των προτέρων έγκαιρη υλοποίηση των αναγκαίων ενεργειών εκ μέρους της αναθέτουσας αρχής για τη διασφάλιση της απρόσκοπτης καταβολής της εν λόγω αποζημίωσης. Η αποζημίωση δεν δύναται να υπερβαίνει τα εκατό (100) ευρώ ανά συνεδρίαση και καταβάλλεται μετά τη λήψη της απόφασης του οργάνου που αποφασίζει για την κατακύρωση της διαγωνιστικής διαδικασίας. Αν, λόγω άσκησης διοικητικών προσφυγών ή ενδίκων βοηθημάτων και μέσων, το συλλογικό γνωμοδοτικό όργανο συνεδριάσει εκ νέου σε συμμόρφωση προς την εκδοθησόμενη απόφαση, η αποζημίωση του εκπροσώπου του ΤΕΕ ισχύει για κάθε διενεργούμενη συνεπεία τούτου συνεδρίαση του εν λόγω οργάνου και καταβάλλεται υπό τις ίδιες ως άνω προϋποθέσεις. Τα ανωτέρω ισχύουν ανεξαρτήτως της νομικής φύσης της εκάστοτε αναθέτουσας αρχής και της υποχρεωτικής ή κατ’ επιλογήν εφαρμογής του οικείου κανονιστικού θεσμικού πλαισίου για τη διενέργεια της εκάστοτε διαγωνιστικής διαδικασίας, τηρουμένων των αναλογιών.

Άρθρο 189
Σύσταση Υπηρεσίας Γ.Ε.ΜΗ. στο Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας – Eξουσιοδοτική διάταξη

1. Συστήνεται στο Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας (Τ.Ε.Ε.) υπηρεσία Γ.Ε.ΜΗ., η λειτουργία της οποίας διέπεται από τον ν. 4635/2019 (Α’ 167) και τις πράξεις που εκδόθηκαν κατ’ εξουσιοδότηση αυτού. Η καθ’ ύλην αρμοδιότητα της υπηρεσίας Γ.Ε.ΜΗ. του Τ.Ε.Ε. αφορά στα πρόσωπα που ασκούν τεχνικό έργο ή δραστηριότητα που εντάσσεται στους κωδικούς αριθμούς δραστηριότητας (ΚΑΔ) του παραρτήματος, καθώς και στα πρόσωπα που είναι εγγεγραμμένα στα Μητρώα, σύμφωνα με το π.δ. 71/2019 (Α΄ 112). Η κατά τόπον αρμοδιότητα της υπηρεσίας Γ.Ε.ΜΗ. του Τ.Ε.Ε. είναι πανελλαδική και οι υπόχρεοι του παρόντος μπορούν κατ’ επιλογή τους να αποταθούν στην υπηρεσία Γ.Ε.ΜΗ. της Κεντρικής Υπηρεσίας του Τ.Ε.Ε. ή σε οποιοδήποτε περιφερειακό τμήμα του. Σε κάθε περίπτωση, όπου στην κείμενη νομοθεσία αναφέρεται ο όρος «οικείο» ή «αρμόδιο» Επιμελητήριο, ως τέτοιο νοείται το Τ.Ε.Ε. για όλους τους ανωτέρω υπόχρεους.

2. Η Υπηρεσία Γ.Ε.ΜΗ. του Τ.Ε.Ε. ορίζεται ως «Υπηρεσία μιας Στάσης» κατά την έννοια του άρθρου 2 του ν. 4441/2016 (Α’ 227) για τα πρόσωπα της παρ. 1, η οποία διέπεται από τις διατάξεις του ίδιου νόμου και των κατ’ εξουσιοδότησή του εκδοθεισών πράξεων.

3. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης και Επενδύσεων και Υποδομών και Μεταφορών, μετά από εισήγηση της Διοικούσας Επιτροπής του Τ.Ε.Ε., καθορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις λειτουργίας της Υπηρεσίας Γ.Ε.ΜΗ. και της Υπηρεσίας Μιας Στάσης του Τ.Ε.Ε., καθώς και κάθε άλλο αναγκαίο ζήτημα για την εφαρμογή του παρόντος.

Άρθρο 190
Εγγραφή μελών Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος στο Γ.Ε.ΜΗ. – Προσθήκη εδαφίων στην παρ. 1 του άρθρου 64 ν. 4497/2017

Προστίθενται τρίτο και τέταρτο εδάφιο στην παρ. 1 του άρθρου 64 ν. 4497/2017 (Α΄171), τροποποιείται το πρώτο εδάφιο της παρ. 2 και το άρθρο 64 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 64 Μέλη

1. Με την επιφύλαξη ειδικότερων διατάξεων, μέλη του Επιμελητηρίου είναι αυτοδίκαια τα νομικά και φυσικά πρόσωπα που υποχρεούνται να εγγράφονται στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.), σύμφωνα με το ν. 3419/2005 (Α’ 297) από τη στιγμή εγγραφής τους σε αυτό και μέχρι τη διαγραφή τους από αυτό. Τα νομικά και φυσικά πρόσωπα που δεν εγγράφονται υποχρεωτικά στο Γ.Ε.ΜΗ. αλλά ασκούν οικονομική ή επαγγελματική δραστηριότητα δικαιούνται να εγγράφονται στα Επιμελητήρια.

Προαιρετικά εγγράφονται ως μέλη τα πρόσωπα που έχουν υποχρέωση αναγγελίας στο Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας (Τ.Ε.Ε.) κατά το άρθρο 39 του π.δ. της 27.11/14.12.1926 (Α΄430). Τα πρόσωπα που είναι εγγεγραμμένα στα Μητρώα του π.δ. 71/2019 (Α΄ 112) εγγράφονται υποχρεωτικά μόνο στο Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας (Τ.Ε.Ε.).

2. Ως μέλη του Επιμελητηρίου δικαιούνται να εγγράφονται μη εγκατεστημένα στη χώρα μας πρόσωπα, στα οποία έχει χορηγηθεί άδεια αναστολής καταβολής του Φ.Π.Α. κατά την εισαγωγή αγαθών και εφαρμογή του συστήματος αντιστροφής της υποχρέωσης για τις παραδόσεις αγαθών στο εσωτερικό της χώρας, σύμφωνα με την παρ. 4α του άρθρου 29 του ν. 2960/2001 (Α’ 265). Αρμόδιο Επιμελητήριο για την εγγραφή των ανωτέρω προσώπων ορίζεται το Επιμελητήριο του τόπου της προσωρινής εισαγωγής και αποθήκευσης των εν λόγω αγαθών.

3. Το μητρώο μελών που τηρεί κάθε Επιμελητήριο ενημερώνεται από το Γ.Ε.ΜΗ. σχετικά με τα μέλη τους αυτόματα για την εγγραφή και για κάθε άλλη οριστική πράξη. Εκτός των μητρώων που τηρούνται βάσει ειδικότερων διατάξεων νόμων, τα Επιμελητήρια μπορούν να τηρούν και άλλα στοιχεία για τα μέλη τους σε δευτερεύοντα μητρώα ή να τηρούν μητρώο επωνυμιών και διακριτικών τίτλων επιχειρήσεων που δεν εγγράφονται στο Γ.Ε.ΜΗ., μετά από απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου και σύμφωνα με τον Κανονισμό 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί προστασίας του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (L119). Τα ανωτέρω μητρώα δεν χρησιμοποιούνται στον προέλεγχο και στην κατοχύρωση επωνυμίας και διακριτικού τίτλου εταιριών.»

Άρθρο 191
Εξ αποστάσεως αξιολόγηση για τη χορήγηση άδειας άσκησης επαγγέλματος από το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας σε διπλωματούχους μηχανικούς

Οι προφορικές εξετάσεις για τη χορήγηση άδειας άσκησης επαγγέλματος στους διπλωματούχους μηχανικούς από το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας δύναται να διενεργούνται και με τη χρήση μεθόδων εξ αποστάσεως αξιολόγησης, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν καθίσταται δυσχερής η προσέλευση των

εξεταζόμενων διπλωματούχων μηχανικών στους χώρους του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας, κατόπιν σχετικής απόφασης του Προέδρου του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος.

Άρθρο 192
Προγραμματικές Συμβάσεις ΤΕΕ

1. Σχετικά με τις διαδικασίες ωρίμανσης έργων, προγραμμάτων ανάπτυξης, εκπόνησης μελετών και δημοπράτησης έργων πανελλαδικής εμβέλειας, Υπουργεία, ή ευρύτερα το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τα οποία συνιστούν ή στα οποία συμμετέχουν οι προαναφερόμενοι φορείς, καθώς και ν.π.ι.δ. τα οποία συνιστούν ή στα οποία συμμετέχουν οι προαναφερόμενοι φορείς, μπορούν να συνάπτουν προγραμματικές συμβάσεις με το Τ.Ε.Ε..

2. Σχετικά με τις διαδικασίες ωρίμανσης έργων και προγραμμάτων ανάπτυξης μιας περιοχής, οι δήμοι, οι περιφέρειες, οι σύνδεσμοι δήμων, τα δίκτυα δήμων και περιφερειών του, οι περιφερειακές ενώσεις δήμων, η Κεντρική Ένωση Δήμων Ελλάδας και η Ένωση Περιφερειών, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου τα οποία συνιστούν ή στα οποία συμμετέχουν οι προαναφερόμενοι φορείς, καθώς και νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου στα οποία συμμετέχουν ή συνιστούν η Κεντρική Ένωση Δήμων Ελλάδας και η Ένωση Περιφερειών, οι επιχειρήσεις οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, τα δημοτικά και περιφερειακά ιδρύματα, καθώς και κοινωφελή ιδρύματα και κληροδοτήματα και τα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, στα οποία περιλαμβάνονται και τα τεχνολογικά εκπαιδευτικά ιδρύματα, μπορούν να συνάπτουν προγραμματικές συμβάσεις με το Τ.Ε.Ε..

3. Η συμβολή του Τ.Ε.Ε. ως τεχνικού συμβούλου για την υποβοήθηση των ανωτέρω φορέων στην προώθηση των διαδικασιών ωρίμανσης έργων, προγραμμάτων ανάπτυξης, εκπόνησης μελετών και δημοπράτησης έργων δύναται, ενδεικτικά και όχι περιοριστικά, να περιλαμβάνει :

1. Δημιουργία Τεύχους Οδηγιών Τ.Ε.Ε. (Τ.Ο.Τ.Ε.Ε.) για θέματα προδιαγραφών μελετών και διαδικασίας αδειοδότησης.
2. Συντονισμό των ενεργειών και δράσεων αξιοποίησης και τεχνικής ωρίμανσης ακινήτων των παραπάνω φορέων με σκοπό την αξιοποίησή τους.
3. Σχεδιασμό παρατηρητηρίου και διαχείριση δεδομένων για την παρακολούθηση των δεικτών βιωσιμότητας των προτάσεων αξιοποίησης.
4. Δημιουργία τεχνικών οδηγιών, κατευθύνσεων και προτύπων τευχών διαγωνισμών σχετικά με την ωρίμανση ακινήτων περιουσίας των ανωτέρω φορέων.
5. Προτάσεις στο πλαίσιο τευχών διαγωνισμού για την προετοιμασία και την υποβοήθηση του έργου των υπηρεσιών των ανωτέρω φορέων.
6. Δημιουργία τευχών διαγωνισμού μελέτης ή δημοπράτησης έργου.
7. Διενέργεια διαγωνισμών μελετών ή έργων.

Άρθρο 193
Πάγια προκαταβολή Τ.Ε.Ε.

1. Κάθε είδους δαπάνες του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν κατά τα ημερολογιακά έτη 2014-2016 μέσω της παγίας προκαταβολής, οι οποίες τελούσαν εντός των εγγεγραμμένων πιστώσεων και συνοδεύονταν από πλήρη δικαιολογητικά κατά τα ισχύοντα στον χρόνο πραγματοποίησής τους, θεωρούνται νόμιμες και δύνανται να αποκατασταθούν με την έκδοση χρηματικών ενταλμάτων αποκατάστασης στο όνομα του διαχειριστή της παγίας προκαταβολής του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας και σε χρονικό σημείο μεταγενέστερο της ημερομηνίας πραγματοποίησης των δαπανών αυτών και το αργότερο έως τις 30.6.2020.

2. Κάθε είδους δαπάνες του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν μέσω της παγίας προκαταβολής εντός του ημερολογιακού έτους 2002 και προγενέστερες, οι οποίες τελούσαν εντός των εγγεγραμμένων πιστώσεων, αλλά εξ οιασδήποτε αιτίας δεν συνοδεύονταν από τα προβλεπόμενα κατά τον χρόνο πραγματοποίησής τους δικαιολογητικά, θεωρούνται νόμιμες και δύνανται να αποκατασταθούν με την έκδοση χρηματικών ενταλμάτων αποκατάστασης στο όνομα του διαχειριστή της παγίας προκαταβολής του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας και σε χρονικό σημείο μεταγενέστερο της ημερομηνίας πραγματοποίησης των δαπανών αυτών και το αργότερο έως τις 30.6.2020.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ’
ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΟΥ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟΥ ΕΛΛΑΔΑΣ (Τ.Ε.Ε.)

Άρθρο 194
Γενικές αρχές

1. Η πειθαρχική δίκη είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από κάθε άλλη δίκη.

2. Οι πειθαρχικές ποινές επιβάλλονται από τα Πειθαρχικά Συμβούλια.

3. Η ποινική διαδικασία δεν αναστέλλει την πειθαρχική. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο δύναται, με απόφασή του, να διατάξει για εξαιρετικούς λόγους την αναστολή της πειθαρχικής διαδικασίας μέχρι πέρατος της ποινικής. Πραγματικά γεγονότα, των οποίων η ύπαρξη ή η ανυπαρξία διαπιστώθηκε με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου ή αμετάκλητο βούλευμα, γίνονται δεκτά και στην πειθαρχική δίκη. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο δεν κωλύεται να εκδώσει απόφαση διαφορετική της ποινικής. Σε περίπτωση αθώωσης ή επιβολής της ποινής της επίπληξης κατά την πειθαρχική διαδικασία, εάν επακολουθήσει αμετάκλητη καταδίκη από Ποινικό Δικαστήριο, η πειθαρχική δίκη επαναλαμβάνεται.

4. Κανένας δεν διώκεται δεύτερη φορά για το ίδιο πειθαρχικό παράπτωμα, ήτοι για πειθαρχικό παράπτωμα που βασίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά με πειθαρχικό παράπτωμα για το οποίο έχει ήδη διωχθεί. Νέα πειθαρχική δίωξη για το ίδιο πειθαρχικό παράπτωμα είναι απαράδεκτη. Η υπαγωγή των ίδιων πραγματικών περιστατικών σε άλλο κανόνα δικαίου, δεν καθιστά την πειθαρχική δίωξη νέα.

5. Περισσότερες πράξεις που αποτελούν εξακολούθηση του ίδιου παραπτώματος θεωρούνται σαν ενιαίο σύνολο και λαμβάνονται υπ’ όψιν για τον έλεγχο της βαρύτητας του παραπτώματος, καθώς και στην επιμέτρηση της ποινής.

6. Σε περίπτωση κατά την οποία κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την τέλεση του πειθαρχικού παραπτώματος μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης μεταβλήθηκε το νομοθετικό πλαίσιο, εφαρμόζονται οι διατάξεις οι οποίες είναι ευμενέστερες για τον διωκόμενο.

Άρθρο 195
Πειθαρχικά παραπτώματα

1. Ως πειθαρχικά παραπτώματα θεωρούνται υπαίτιες πράξεις ή παραλείψεις των μελών του ΤΕΕ, καθώς και κάθε προσώπου που ασκεί έργο μηχανικού, εφόσον αυτές:

α) συνιστούν παράβαση νόμου κατά την άσκηση του επαγγέλματος,

β) συνιστούν παράβαση της ισχύουσας πολεοδομικής νομοθεσίας, όπως ενδεικτικά του ν.δ. 17- 7/16.8.1923 (Α΄ 228), του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας, του Νέου Οικοδομικού Κανονισμού, της νομοθεσίας περί αυθαιρέτων οικοδομικών κατασκευών, περί του τρόπου έκδοσης οικοδομικών αδειών και ελέγχου κατασκευών και της εν γένει νομοθεσίας σχετικά με τους όρους δόμησης,

γ) αντίκεινται προς τις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από το Σύνταγμα και τους νόμους που συνδέονται άρρηκτα με την άσκηση του επαγγέλματός τους και εν γένει συνιστούν πλημμελή εκτέλεση των επαγγελματικών τους καθηκόντων και υποχρεώσεων,

δ) συνιστούν παράβαση καθηκόντων και υποχρεώσεων που έχουν καθορισθεί με νόμιμες αποφάσεις των οργάνων του Τ.Ε.Ε.,

ε) συνιστούν χρησιμοποίηση της επαγγελματικής ιδιότητας για την επιδίωξη παράνομων ιδιοτελών σκοπών και

στ) συνιστούν ασυμβίβαστη προς την επιστημονική αξιοπρέπεια διαγωγή και εν γένει αναξιοπρεπή και απρεπή συμπεριφορά, σύμφωνα με τον «Επαγγελματικό Κώδικα των Ελλήνων διπλωματούχων Μηχανικών», ο οποίος κυρώθηκε με την από 18.2.1961 απόφαση της Αντιπροσωπείας του ΤΕΕ, σύμφωνα με το π.δ. 27-11/14.-12.1926 (Α΄ 430).

Άρθρο 196
Παραγραφή

1. Τα πειθαρχικά παραπτώματα παραγράφονται μετά την πάροδο πέντε (5) ετών από την τέλεσή τους.

2. Η υποβολή αναφοράς, καθώς και η κίνηση της πειθαρχικής διαδικασίας αναστέλλουν την παραγραφή. Η κατά το προηγούμενο εδάφιο αναστολή δεν μπορεί να υπερβεί τα τρία (3) έτη έως την έκδοση πειθαρχικής απόφασης από το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο.

3. Πειθαρχικό παράπτωμα το οποίο αποτελεί ταυτοχρόνως και ποινικό αδίκημα, δεν παραγράφεται πριν την πάροδο ενός (1) έτους από την έκδοση αμετάκλητης απόφασης του ποινικού δικαστηρίου ή αμετάκλητου απαλλακτικού βουλεύματος.

Άρθρο 197
Πειθαρχικές ποινές

1. Οι πειθαρχικές ποινές είναι:

α) η επίπληξη,

β) το πρόστιμο ποσού τριακοσίων (300,00) ευρώ,

γ) η χρηματική ποινή ποσού από τριακόσια ένα (301,00) ευρώ μέχρι πέντε χιλιάδες (5.000,00) ευρώ. Το ποσό του προστίμου και το ανώτατο και κατώτατο όριο της χρηματικής ποινής μπορούν να τροποποιούνται με απόφαση του αρμόδιου για την εποπτεία του ΤΕΕ Υπουργού, μετά από πρόταση της αντιπροσωπείας του ΤΕΕ,

δ) η προσωρινή στέρηση της δυνατότητας άσκησης επαγγέλματος μηχανικού, για χρονικό διάστημα δύο (2) μηνών έως δύο (2) ετών και

ε) η οριστική στέρηση της δυνατότητας άσκησης επαγγέλματος μηχανικού.

2. Η ποινή της οριστικής στέρησης της δυνατότητας άσκησης επαγγέλματος μηχανικού επιβάλλεται μόνο σε ιδιαίτερα βαριές περιπτώσεις πειθαρχικών παραπτωμάτων, όταν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες αυτά διαπράχθηκαν και ο βαθμός υπαιτιότητας του διωκόμενου καταδεικνύουν ότι αυτός δεν έχει συναίσθηση των βασικών υποχρεώσεών του σύμφωνα με την επιστημονική και επαγγελματική του ιδιότητα ή θίγουν σοβαρά το κύρος αυτής. Τέτοιες προϋποθέσεις συντρέχουν ιδίως στις εξής περιπτώσεις:

α) όταν ο διωκόμενος έχει καταδικασθεί τελεσίδικα για κακούργημα σχετικά με την άσκηση του επαγγέλματος και

β) όταν ο διωκόμενος έχει τιμωρηθεί τουλάχιστον τρεις (3) φορές με την ποινή της προσωρινής στέρησης της δυνατότητας άσκησης επαγγέλματος μηχανικού για χρονικό διάστημα τουλάχιστον έξι (6) μηνών κάθε φορά εντός της τελευταίας πενταετίας, η οποία προηγείται της τέλεσης του αποδιδόμενου σ’ αυτόν πειθαρχικού αδικήματος, για άλλες χρονικά προγενέστερες πράξεις.

Άρθρο 198
Επιμέτρηση ποινής

1. Κατά τον προσδιορισμό του είδους και κατά την επιμέτρηση της ποινής το Πειθαρχικό Συμβούλιο λαμβάνει υπόψη:

α) τη βαρύτητα του πειθαρχικού παραπτώματος και κυρίως τη βλάβη που προκάλεσε το αδίκημα, τη φύση, το είδος και το αντικείμενο του παραπτώματος, τις περιστάσεις υπό τις οποίες αυτό διαπράχθηκε, την ένταση του δόλου ή το βαθμό αμέλειας του διωκομένου,

β) την προσωπικότητα του διωκόμενου, την πείρα του, τις ατομικές, κοινωνικές περιστάσεις και την προηγούμενη πορεία του, καθώς και τη διαγωγή του μετά την πράξη, τη μετάνοια που επέδειξε και την προθυμία να επανορθώσει τις συνέπειες αυτής.

2. Όταν συρρέουν περισσότερα πειθαρχικά αδικήματα και οι πειθαρχικές ποινές για καθένα από αυτά είναι του ίδιου είδους, επιβάλλεται μετά την επιμέτρηση τους συνολική ποινή, η οποία αποτελείται από την πιο βαριά από τις συντρέχουσες ποινές, προσαυξανόμενη μέχρι το διπλάσιο του ανώτατου ορίου της. Εάν οι πειθαρχικές ποινές είναι του αυτού είδους και ίσης διάρκειας, η συνολική ποινή αποτελείται από μία από αυτές, η οποία προσαυξάνεται μέχρι το διπλάσιο του ανώτατου ορίου της.

Άρθρο 199
Δημοσιότητα

1. Ο τελεσίδικες πειθαρχικές ποινές καταχωρούνται στο Αρχείο Πειθαρχικών Ποινών, το οποίο τηρείται στο Τ.Ε.Ε. και συμπεριλαμβάνονται στις βεβαιώσεις που χορηγούνται από αυτό μέχρι τη διαγραφή τους κατά τα κατωτέρω οριζόμενα. Οι εν λόγω ποινές διαγράφονται από το Αρχείο Πειθαρχικών Ποινών, εφόσον εκτίθηκαν, μετά την πάροδο πενταετίας από την επιβολή τους, εφόσον πρόκειται για τις ποινές της επίπληξης ή του προστίμου και μετά την πάροδο δεκαετίας, εφόσον πρόκειται για τις λοιπές ποινές. Στο Αρχείο Πειθαρχικών Ποινών σημειώνονται απαραίτητα το είδος και το μέγεθος της ποινής, καθώς και η απόφαση με την οποία αυτή επιβλήθηκε, τα οποία αποδεικνύονται μόνο με βεβαίωση του Τ.Ε.Ε. ή του Περιφερειακού Τμήματος ή με τη χορήγηση αντιγράφου της απόφασης.

2. Περίληψη των τελεσίδικων καταδικαστικών αποφάσεων που επιβάλλουν την πειθαρχική ποινή της προσωρινής και οριστικής στέρησης δυνατότητας άσκησης επαγγέλματος μηχανικού κοινοποιείται αμελλητί στο τμήμα Μητρώου του Τ.Ε.Ε. για προσωρινή ή οριστική διαγραφή του καταδικασθέντα και αναρτάται στην ιστοσελίδα του Τ.Ε.Ε., καθώς και του Περιφερειακού Τμήματος του Τ.Ε.Ε., του οποίου ο καταδικασθείς είναι μέλος ή στην περιφέρεια του οποίου δραστηριοποιείται επαγγελματικά. Επίσης κοινοποιείται, με κάθε πρόσφορο τρόπο, στις Υπηρεσίες Δόμησης. Πληροφοριακά συστήματα για τη χρήση των οποίων συνιστά προαπαιτούμενο η συνδρομή της ιδιότητας του μηχανικού στο πρόσωπο του χρήστη οφείλουν να επιβεβαιώνουν την εν λόγω ιδιότητα από το Τ.Ε.Ε., με διασύνδεση πραγματικού χρόνου, πριν από την εκάστοτε παροχή πρόσβασης σε αυτά.

3. Σε περίπτωση επιβολής της ποινής της οριστικής στέρησης δυνατότητας άσκησης επαγγέλματος σε μέλος εταιρείας με αντικείμενο μηχανικού, το όνομά του καταδικασθέντα αφαιρείται από την επωνυμία της εταιρείας.

Άρθρο 200
Πειθαρχικά συμβούλια

1. Τα πειθαρχικά παραπτώματα των μελών του Τ.Ε.Ε., καθώς και των προσώπων που ασκούν έργο Μηχανικού δικάζονται σε πρώτο βαθμό από τα Πρωτοβάθμια Πειθαρχικά Συμβούλια και, ύστερα από έφεση, σε δεύτερο και τελευταίο βαθμό, από το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο, σύμφωνα με τις διατάξεις των επόμενων άρθρων. Από τη δικαιοδοσία των Συμβουλίων αυτών εξαιρούνται τα μέλη του Τ.Ε.Ε. και τα πρόσωπα που ασκούν έργο μηχανικού, τα οποία είναι δημόσιοι υπάλληλοι, υπάλληλοι ν.π.δ.δ. και υπάλληλοι ν.π.ι.δ. των οποίων το Ελληνικό Δημόσιο τυγχάνει μέτοχος και υπάλληλοι άλλων φορέων του δημόσιου τομέα, εφόσον το πειθαρχικό παράπτωμα το οποίο τους αποδίδεται τελέσθηκε κατά την άσκηση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων, οπότε στην περίπτωση αυτή υπάγονται στις πειθαρχικές διαδικασίες που ισχύουν για τον φορέα στον οποίο απασχολούνται. Κατ’ εξαίρεση των ανωτέρω, τα μέλη του Τ.Ε.Ε. και τα πρόσωπα που ασκούν έργο μηχανικού υπάγονται και αυτά στην δικαιοδοσία των ως άνω Συμβουλίων, εάν το πειθαρχικό παράπτωμα το οποίο τους αποδίδεται τελέσθηκε από αυτούς κατά την άσκηση ελευθέρου επαγγέλματος, με ή χωρίς την άδεια της Υπηρεσίας τους, καθώς επίσης και σε περίπτωση κατά την οποία δεν έχει σχέση με την υπηρεσιακή τους ιδιότητα, τα υπηρεσιακά τους καθήκοντα ή είναι πέρα από τα υπηρεσιακά τους καθήκοντα. Στις περιπτώσεις αυτές οι επιβληθείσες πειθαρχικές ποινές κοινοποιούνται και στην Υπηρεσία τους.

2. Πρωτοβάθμια Πειθαρχικά Συμβούλια συγκροτούνται και λειτουργούν ένα στην έδρα του Τ.Ε.Ε. και από ένα στις έδρες των Περιφερειακών Τμημάτων του Τ.Ε.Ε..

3. Τα Πρωτοβάθμια Πειθαρχικά Συμβούλια, τα οποία συγκροτούνται και λειτουργούν στην έδρα των Περιφερειακών Τμημάτων του Τ.Ε.Ε. είναι αρμόδια για την εξέταση των πειθαρχικών παραπτωμάτων των μελών του Περιφερειακού Τμήματος, καθώς και των προσώπων που ασκούν έργο Μηχανικού στην Περιφέρεια αυτών, ανεξάρτητα από τον τόπο όπου έχει διαπραχθεί το πειθαρχικό παράπτωμα. Σε περίπτωση κατά την οποία υπάρχει αδυναμία συγκρότησης και λειτουργίας Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου Περιφερειακού Τμήματος, για οποιοδήποτε λόγο, αρμόδιο για την εκδίκαση των πειθαρχικών παραπτωμάτων της αρμοδιότητάς του είναι το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο της έδρας του Τ.Ε.Ε..

4. Το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο της έδρας του Τ.Ε.Ε. είναι αρμόδιο για την εκδίκαση των πειθαρχικών παραπτωμάτων όλων των λοιπών μελών του ΤΕΕ, καθώς και των λοιπών προσώπων που ασκούν έργο Μηχανικού.

5. Το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο συγκροτείται και λειτουργεί στην έδρα του ΤΕΕ και είναι αρμόδιο για την εκδίκαση, σε δεύτερο και τελευταίο βαθμό, των εφέσεων κατά αποφάσεων όλων των Πρωτοβάθμιων Πειθαρχικών Συμβουλίων, καθώς και για την εκδίκαση σε πρώτο και τελευταίο βαθμό των πειθαρχικών παραπτωμάτων προσώπων τα οποία τυγχάνουν μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου.

6. Σε περίπτωση κατά την οποία το πειθαρχικό παράπτωμα αποδίδεται σε περισσότερα του ενός πρόσωπα, τα οποία είναι μέλη διαφορετικών Περιφερειακών Τμημάτων ή ασκούν έργο Μηχανικού στην Περιφέρεια διαφορετικών Περιφερειακών Τμημάτων, η υπόθεση δικάζεται από το Πειθαρχικό Συμβούλιο του Περιφερειακού Τμήματος που ιδρύθηκε πρώτο. Εάν το πειθαρχικό παράπτωμα αποδίδεται σε περισσότερα του ενός πρόσωπα ένα εκ των οποίων είναι μέλος της έδρας του Τ.Ε.Ε. ή ασκεί έργο Μηχανικού στην έδρα του Τ.Ε.Ε., η υπόθεση δικάζεται από το Πειθαρχικό Συμβούλιο αυτού.

Άρθρο 201
Πρωτοβάθμια Πειθαρχικά Συμβούλια

1. Τα Πρωτοβάθμια Πειθαρχικά Συμβούλια είναι επταμελή και συγκροτούνται ως εξής:

α) Πέντε (5) μέλη εκλέγονται, σύμφωνα με το π.δ. 7/2010 (A’ 9) ή την εκάστοτε ισχύουσα εκλογική νομοθεσία, μεταξύ των τακτικών μελών του Τ.Ε.Ε. που έχουν συμπληρώσει δεκαπέντε (15) χρόνια άσκησης του επαγγέλματος και μεταξύ των ομότιμων μελών αυτού κατά τις αρχαιρεσίες για την εκλογή των λοιπών οργάνων του ΤΕΕ, με ισάριθμους αναπληρωτές και ανεξάρτητα από ειδικότητα.

β) Δύο (2) μέλη, με ισάριθμους αναπληρωτές, ορίζονται από τον Υπουργό Υποδομών και Μεταφορών και είναι δημόσιοι υπάλληλοι και μέλη του Τ.Ε.Ε..

2. Ειδικά το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο, το οποίο συγκροτείται και λειτουργεί στην έδρα του Τ.Ε.Ε., έχει είκοσι ένα (21) μέλη, από τα οποία τα δεκαπέντε (15) εκλέγονται σύμφωνα με την παρ. 1, με ισάριθμους αναπληρωτές, ανεξαρτήτως ειδικότητας. Τα υπόλοιπα έξι (6), καθώς και οι αναπληρωτές τους, ορίζονται από τον Υπουργό Υποδομών και Μεταφορών και είναι δημόσιοι υπάλληλοι, μέλη του ΤΕΕ. Το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο της έδρας του ΤΕΕ συγκροτείται με απόφαση της Ολομέλειας αυτού και λειτουργεί με τρία (3) επταμελή τμήματα, που εργάζονται αυτοτελώς. Τα τμήματα αυτά προεδρεύονται από τον Πρόεδρο και από τους Αντιπροέδρους και καθένα από αυτά αποτελείται από πέντε (5) αιρετά και δύο (2) διοριζόμενα μέλη. Ο Πρόεδρος του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου της έδρας του ΤΕΕ και, σε περίπτωση κωλύματός του, ο ένας από τους Αντιπροέδρους, κατανέμει τις υποθέσεις στα τμήματά του.

3. Το κάθε Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο, κατά την πρώτη συνεδρίασή του, εκλέγει τον Πρόεδρό του από τα αιρετά μέλη του, ενώ το Πειθαρχικό Συμβούλιο της έδρας του Τ.Ε.Ε. εκλέγει και δύο Αντιπροέδρους, καθώς και τους αναπληρωτές αυτών.

4. Όπου στο παρόν αναφέρεται Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο νοείται και καθένα από τα Τμήματα του Πειθαρχικού Συμβουλίου της έδρας του Τ.Ε.Ε. και όπου στο παρόν αναφέρεται ο Πρόεδρος νοούνται και οι προεδρεύοντες Αντιπρόεδροι των Τμημάτων της έδρας του Τ.Ε.Ε..

5. Η θητεία των αιρετών μελών των Πειθαρχικών Συμβουλίων είναι ισόχρονη με την εκάστοτε προβλεπόμενη θητεία των αιρετών μελών των λοιπών οργάνων του ΤΕΕ και παρατείνεται αυτοδικαίως μέχρι τη συγκρότηση σε σώμα των νέων Πειθαρχικών Συμβουλίων.

6. Τα Πρωτοβάθμια Πειθαρχικά Συμβούλια συνεδριάζουν τουλάχιστον μία (1) φορά τον μήνα, εξαιρούμενου του μηνός Αυγούστου.

7. Τα αιρετά μέλη των Πειθαρχικών Συμβουλίων εκλέγονται με άμεση, μυστική ψηφοφορία και με το σύστημα της απλής αναλογικής, κατά συνδυασμό υποψηφίων ή μεμονωμένο υποψήφιο, όπως ειδικότερα καθορίζεται με το π.δ. 7/2010 ή την εκάστοτε ισχύουσα εκλογική νομοθεσία. Για την εκλογή των μελών των Πρωτοβαθμίων Πειθαρχικών Συμβουλίων στις έδρες των Περιφερειακών Τμημάτων ψηφίζουν μόνο τα μέλη των Περιφερειακών Τμημάτων και για την εκλογή των μελών του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου της έδρας του Τ.Ε.Ε. τα υπόλοιπα μέλη αυτού, εφόσον έχουν δικαίωμα ψήφου. Στην περίπτωση κατά την οποία, μετά την εκλογή του, αιρετό μέλος παραιτηθεί και δεν υπάρχει δυνατότητα αναπλήρωσης, η θέση καλύπτεται με απόφαση της Αντιπροσωπίας του ΤΕΕ..

8. Ο Πρόεδρος και τα μέλη της Διοικούσας Επιτροπής της έδρας του Τ.Ε.Ε. δεν υπάγονται στη δικαιοδοσία των Πειθαρχικών Συμβουλίων της έδρας τους, αλλά στη δικαιοδοσία του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Περιφερειακού Τμήματος που ιδρύθηκε πρώτο. Ο Πρόεδρος και τα μέλη της Διοικούσας Επιτροπής των Περιφερειακών Τμημάτων δεν υπάγονται στη δικαιοδοσία των Πειθαρχικών Συμβουλίων της έδρας τους, αλλά στη δικαιοδοσία του Πειθαρχικού Συμβουλίου της έδρας του ΤΕΕ..

9. Το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο συνεδριάζει νομίμως εφόσον παρίστανται ο Πρόεδρος ή ο αναπληρωτής του και τρία (3) τουλάχιστον από τα μέλη του. Οι αποφάσεις λαμβάνονται με απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων. Σε περίπτωση σχηματισμού τριών γνωμών η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται μεταξύ των δύο επικρατέστερων. Σε περίπτωση αμφιβολίας ως προς τις επικρατέστερες γνώμες, αποφαίνεται το Συμβούλιο κατά πλειοψηφία των παρόντων. Σε περίπτωση ισοψηφίας επικρατεί η γνώμη υπέρ της οποίας ψήφισε ο Πρόεδρος ή ο αναπληρωτής αυτού.

10. Πράξεις που διενεργήθηκαν έγκυρα κατά τη διάρκεια της θητείας των πειθαρχικών συμβουλίων παραμένουν ισχυρές και μετά τη λήξη της θητείας τους. Σε περίπτωση υποθέσεων που έχουν συζητηθεί ενώπιον των Πειθαρχικών Συμβουλίων πριν από τη λήξη της θητείας τους, οι σχετικές αποφάσεις δύναται να εκδοθούν και να δημοσιευθούν εντός προθεσμίας τεσσάρων (4) μηνών από τη λήξη της θητείας τους. Σε κάθε άλλη περίπτωση επαναλαμβάνεται η συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του νέου Πειθαρχικού Συμβουλίου.

11. Ο Πρόεδρος και τα αιρετά μέλη του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου και του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου και οι Εισηγητές υπέχουν τις ευθύνες των δημόσιων υπαλλήλων και πριν από την ανάληψη των καθηκόντων τους ορκίζονται ενώπιον του Προέδρου του Τ.Ε.Ε., ως εξής: “Ορκίζομαι να ασκήσω τα καθήκοντα που μου ανατέθηκαν με αμεροληψία, επιμέλεια και μυστικότητα, έχοντας ως αποκλειστικό σκοπό την αποκάλυψη της αλήθειας”. Ο όρκος δύναται να είναι πολιτικός ή θρησκευτικός. Εάν είναι θρησκευτικός, δίνεται κατά τον τύπο που προβλέπει η θρησκεία του ορκιζόμενου. Στα μέλη των Πειθαρχικών Συμβουλίων τα οποία είναι δημόσιοι υπάλληλοι ή υπάλληλοι ν.π.δ.δ. υπενθυμίζεται ο όρκος τον οποίο έχουν ήδη δώσει.

12. Η συμμετοχή ομότιμου μέλους στο Πειθαρχικό Συμβούλιο ή η ανάθεση σ’ αυτό καθηκόντων Εισηγητή, δεν θεωρείται άσκηση επαγγέλματος.

Άρθρο 202
Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο

1. Οι εφέσεις κατά των αποφάσεων του Πρωτοβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου εκδικάζονται από το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο, το οποίο εδρεύει στην έδρα του Τ.Ε.Ε.. Επίσης, από το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο εκδικάζονται, σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, τα πειθαρχικά παραπτώματα των μελών των Πειθαρχικών Συμβουλίων.

2. Το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο είναι επταμελές και συγκροτείται ως εξής:

α) Ο Πρόεδρος του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου και ο αναπληρωτής του ορίζονται από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, εκ των Νομικών Συμβούλων του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών.

β) Τέσσερα (4) μέλη εκλέγονται μεταξύ των τακτικών μελών που κατοικούν στην έδρα του ΤΕΕ και ασκούν το επάγγελμα του μηχανικού για είκοσι (20) τουλάχιστον χρόνια, καθώς και μεταξύ των ομότιμων μελών, κατά τις αρχαιρεσίες για την εκλογή των οργάνων του ΤΕΕ, με ισάριθμους αναπληρωτές και ανεξάρτητα από την ειδικότητα.

γ) Δύο (2) μέλη, με ισάριθμους αναπληρωτές, ορίζονται από τον Υπουργό Υποδομών και Μεταφορών και είναι δημόσιοι υπάλληλοι, μέλη του Τ.Ε.Ε..

3. Η θητεία των αιρετών μελών των Πειθαρχικών Συμβουλίων είναι ισόχρονη με την εκάστοτε προβλεπόμενη θητεία των αιρετών μελών των λοιπών οργάνων του Τ.Ε.Ε. και παρατείνεται αυτοδικαίως μέχρι τη συγκρότηση σε σώμα του νέου Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου.

4. Το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο συνεδριάζει τουλάχιστον μία (1) φορά τον μήνα, εξαιρούμενου του μηνός Αυγούστου.

5. Η εκλογή των αιρετών μελών του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου γίνεται με καθολική μυστική ψηφοφορία των μελών του Τ.Ε.Ε. και με το σύστημα της απλής αναλογικής, κατά συνδυασμό υποψηφίων ή μεμονωμένο υποψήφιο, όπως ειδικότερα καθορίζεται με το π.δ. 7/2010 (Α΄9) ή την εκάστοτε ισχύουσα εκλογική νομοθεσία.

6. Το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο συνεδριάζει νομίμως εφόσον παρίστανται ο Πρόεδρος ή ο αναπληρωτής του και τέσσερα (4) τουλάχιστον από τα μέλη του. Οι αποφάσεις λαμβάνονται με απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων. Σε περίπτωση σχηματισμού τριών γνωμών η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται μεταξύ των δύο επικρατέστερων. Σε περίπτωση αμφιβολίας ως προς τις επικρατέστερες γνώμες, αποφαίνεται το Συμβούλιο κατά πλειοψηφία των παρόντων. Σε περίπτωση ισοψηφίας επικρατεί η γνώμη υπέρ της οποίας η ψήφος του Προέδρου ή του αναπληρωτή αυτού.

Άρθρο 203
Εξαίρεση μελών Πειθαρχικού Συμβουλίου και Εισηγητή

1. Οι διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας για την εξαίρεση και τη δήλωση αποχής των Δικαστών ισχύουν και για την εξαίρεση και τη δήλωση αποχής των μελών των Πειθαρχικών Συμβουλίων και των Εισηγητών.

2. Η αίτηση για την εξαίρεση μέλους του Πειθαρχικού Συμβουλίου κατατίθεται στη Γραμματεία του, εντός πέντε (5) ημερών από την κοινοποίηση στα εμπλεκόμενα μέρη της κλήσης με τον ορισμό δικασίμου, και απευθύνεται στον Πρόεδρο του Πειθαρχικού Συμβουλίου, ο οποίος την εισάγει στο Πειθαρχικό Συμβούλιο για να αποφανθεί. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο αποφασίζει επί της αίτησης αυτής. Κατά τη συνεδρίαση στην οποία εξετάζεται η αίτηση δεν συμμετέχει το υπό εξαίρεση μέλος, δύναται δε να παρίστανται τα εμπλεκόμενα μέρη. Η απόφαση που εκδίδεται δεν προσβάλλεται.

3. Η αίτηση για την εξαίρεση του Εισηγητή κατατίθεται στη Γραμματεία του Πειθαρχικού Συμβουλίου εντός πέντε (5) ημερών από την κοινοποίηση στα εμπλεκόμενα μέρη της απόφασης περί ορισμού του Εισηγητή. Επί της αιτήσεως αποφασίζει ο Πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου, ο οποίος, σε περίπτωση αποδοχής της, ορίζει ταυτόχρονα άλλο Εισηγητή. Η απόφαση που εκδίδεται είναι αμετάκλητη.

4. Όταν ζητείται η εξαίρεση πλέον του ενός μελών του Πειθαρχικού Συμβουλίου, η αίτηση απευθύνεται στον Πρόεδρο του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου και κατατίθεται στην Γραμματεία του, εντός της προθεσμίας της παρ. 1. Το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο, είναι αρμόδιο για την εκδίκαση της εν λόγω αίτησης εξαίρεσης και αποφασίζει περί του βάσιμου ή μη αυτής. Κατά τη συνεδρίαση στην οποία εκδικάζεται η εν λόγω αίτηση δύναται να παρίστανται τα εμπλεκόμενα μέρη. Η απόφαση που εκδίδεται δεν προσβάλλεται. Αίτηση με την οποία ζητείται η εξαίρεση όλων των μελών του Πειθαρχικού Συμβουλίου είναι απαράδεκτη.

5. Αν η αίτηση εξαίρεσης ή η δήλωση αποχής γίνει δεκτή και δεν απομένει επαρκής αριθμός μελών για τη συγκρότηση του Πειθαρχικού Συμβουλίου, η υπόθεση με την ίδια απόφαση παραπέμπεται στο Πειθαρχικό Συμβούλιο της έδρας του ΤΕΕ και, σε περίπτωση που λειτουργούν περισσότερα από ένα τμήματα, σε άλλο τμήμα. Αίτηση εξαίρεσης που έγινε δεκτή κατά μελών του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου εκδικάζεται εφόσον δεν μπορεί να συμπληρωθεί ο αριθμός τους από τα εναπομείναντα μέλη.

6. Ο πειθαρχικά διωκόμενος και ο καταγγέλλων, δύνανται, μια μόνον φορά κατά βαθμό δικαιοδοσίας, να ζητήσουν την εξαίρεση μέλους του Πειθαρχικού Συμβουλίου. Επίσης δύνανται, μια μόνο φορά και κατά τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, να ζητήσουν την εξαίρεση του Εισηγητή.

Άρθρο 204
Προκαταρτική εξέταση

1. Ο Πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Τ.Ε.Ε. ή Περιφερειακού Τμήματος, αμέσως μόλις λάβει με οποιονδήποτε τρόπο γνώση για την τέλεση πράξης ή παράλειψης που συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα μέλους του Τ.Ε.Ε. ή προσώπου που ασκεί έργο Μηχανικού ή μόλις λάβει αναφορά από οποιονδήποτε με την οποία καταγγέλλεται η τέλεση τέτοιων πράξεων ή μόλις λάβει, με οποιονδήποτε τρόπο, γνώση, από ανακοίνωση, δικαστικής ή εν γένει δημόσιας αρχής, σχετικά με την τέλεση τέτοιων πράξεων, παραγγέλλει τη διενέργεια προκαταρκτικής πειθαρχικής εξέτασης, αναθέτοντάς την σε μέλος του Πειθαρχικού Συμβουλίου ή σε Εισηγητή.

2. Η καταγγελία για την τέλεση πειθαρχικού παραπτώματος από μέλος του ΤΕΕ ή από πρόσωπο που ασκεί έργο μηχανικού, πρέπει να είναι έγγραφη και να περιέχει, επί ποινή απαραδέκτου, τα πλήρη στοιχεία του καταγγέλλοντα και επαρκή στοιχεία του καταγγελλόμενου, τη διεύθυνση αυτών, καθώς και στοιχεία επικοινωνίας. Η υποβολή της καταγγελίας συνοδεύεται από την κατάθεση παραβόλου υπέρ του Τ.Ε.Ε. αξίας εκατό (100,00) ευρώ, άλλως αυτή τυγχάνει απαράδεκτη. Αν οι καταγγελλόμενοι είναι πλέον του ενός, η αίτηση συνοδεύεται από παράβολο αξίας εκατό (100,00) ευρώ για τον πρώτο καταγγελλόμενο και αξίας πενήντα (50,00) ευρώ για κάθε επόμενο και κατ΄ ανώτατο όριο από παράβολο αξίας τριακοσίων (300,00) ευρώ, άλλως αυτή τυγχάνει απαράδεκτη. Το ποσό του παραβόλου δύναται να αναπροσαρμόζεται με απόφαση της Αντιπροσωπείας του ΤΕΕ. Σε περίπτωση καταδίκης του καταγγελλόμενου το παράβολο επιστρέφεται, κατ’ αναλογία, στον καταγγέλλοντα, άλλως καταπίπτει υπέρ του Τ.Ε.Ε..

3. Η προκαταρτική εξέταση είναι συνοπτική και κατά το δυνατόν σύντομη και σε κάθε περίπτωση δεν επιτρέπεται να διαρκέσει πέραν των εξήντα (60) ημερών. Ολοκληρώνεται με έγγραφες ή προφορικές εξηγήσεις του προσώπου το οποίο εξετάζεται.

4. Ο διενεργών την προκαταρτική εξέταση μπορεί να εξετάζει μάρτυρες και να αναζητά κάθε άλλο πρόσφορο νόμιμο αποδεικτικό μέσο. Κατά τη διεξαγωγή της προκαταρτικής εξέτασης φροντίζει, έτσι ώστε να μην προσβάλλονται δυσανάλογα η τιμή και η υπόληψη του προσώπου, του οποίου η συμπεριφορά ερευνάται. Μετά την ολοκλήρωση της προκαταρτικής εξέτασης ο διενεργών αυτή διαβιβάζει το φάκελο της υπόθεσης στον Πρόεδρο του Πειθαρχικού Συμβουλίου μαζί με εισήγηση.

5. Ανώνυμες καταγγελίες δεν λαμβάνονται υπόψη και αρχειοθετούνται αμέσως.

6. Η προκαταρτική εξέταση περατώνεται με πράξη του Προέδρου του Πειθαρχικού Συμβουλίου, είτε για την παραπομπή της υπόθεσης στο Πειθαρχικό Συμβούλιο, είτε για τη θέση της στο αρχείο. Η πράξη αυτή πρέπει να περιέχει συνοπτική αιτιολογία και γνωστοποιείται στα εμπλεκόμενα μέρη με πρόσφορο τρόπο, στα στοιχεία που έχουν δηλωθεί με την καταγγελία. Ειδικότερα, σε περίπτωση που από την προκαταρτική εξέταση προκύψει ότι η καταγγελία δεν στηρίζεται στον νόμο ή είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία ή ανεπίδεκτη οποιασδήποτε εκτίμησης, ή σε κάθε περίπτωση ότι δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την τέλεση πειθαρχικού παραπτώματος, ο Πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου εκδίδει πράξη με την οποία θέτει την υπόθεση στο αρχείο. Η πράξη αυτή γνωστοποιείται στον Πρόεδρο του ΤΕΕ ή του Περιφερειακού Τμήματος, ο οποίος έχει το δικαίωμα είτε να την κάνει αποδεκτή είτε να την επιστρέψει και να ζητήσει την παραπομπή της υπόθεσης στο Πειθαρχικό Συμβούλιο. Αν από την προκαταρκτική εξέταση προκύψει ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την τέλεση πειθαρχικού παραπτώματος ο Πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου εκδίδει πράξη, με την οποία παραπέμπει την υπόθεση στο Πειθαρχικό Συμβούλιο.

7. Δεν διενεργείται προκαταρκτική εξέταση για πράξεις, για τις οποίες έχει ήδη ασκηθεί ποινική δίωξη για κακούργημα ή πλημμέλημα. Οι υποθέσεις αυτές παραπέμπονται απευθείας στο Πειθαρχικό Συμβούλιο.

8. Ο αρμόδιος Εισαγγελέας έχει την υποχρέωση να ενημερώσει το οικείο Τ.Ε.Ε. σε περίπτωση άσκησης ποινικής δίωξης σε βάρος μέλους αυτού ή σε βάρος προσώπου που ασκεί έργο Μηχανικού. Την ίδια υποχρέωση έχει και σε περίπτωση έκδοσης παραπεμπτικού ή απαλλακτικού βουλεύματος, τελεσίδικης αθωωτικής ή καταδικαστικής απόφασης σε βάρος των προσώπων αυτών, αποστέλλοντας πλήρη αντίγραφα, εντός δέκα (10) ημερών από την έκδοση τους.

Άρθρο 205
Άσκηση πειθαρχικής δίωξης

1. Η πειθαρχική δίωξη ασκείται ενώπιον του αρμόδιου Πειθαρχικού Συμβουλίου από τον Πρόεδρο του Πειθαρχικού Συμβουλίου της έδρας του Τ.Ε.Ε. ή του αρμόδιου Περιφερειακού Τμήματος, μετά το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης και εφόσον εκδοθεί πράξη περί παραπομπής της υπόθεσης στο Πειθαρχικό Συμβούλιο.

2. Για κάθε υπόθεση η οποία παραπέμπεται στο Πειθαρχικό Συμβούλιο, ορίζεται από τον Πρόεδρο του Πειθαρχικού Συμβουλίου Εισηγητής, ένα εκ των μελών του Τ.Ε.Ε. αναλόγου ειδικότητας, που έχουν συμπληρώσει τουλάχιστον δέκα (10) χρόνια από την κτήση της άδειας ασκήσεως επαγγέλματος και έχουν συμπεριληφθεί στον σχετικό πίνακα, ο οποίος καταρτίζεται με απόφαση της Αντιπροσωπείας του Τ.Ε.Ε. ή της οικείας Αντιπροσωπείας του Περιφερειακού Τμήματος του Τ.Ε.Ε.. Ο πίνακας αυτός μπορεί να ανανεώνεται με νεώτερη απόφαση της Αντιπροσωπείας του Τ.Ε.Ε. ή της οικείας Αντιπροσωπείας του Περιφερειακού Τμήματος του Τ.Ε.Ε.. Οι Εισηγητές, οι οποίοι κατά τον χρόνο λήξης της θητείας του Πειθαρχικού Συμβουλίου έχουν εκκρεμείς υποθέσεις συνεχίζουν να τις χειρίζονται μέχρι την ολοκλήρωσή τους και εισηγούνται και παρίστανται νομίμως ενώπιον του νέου Πειθαρχικού Συμβουλίου. Στον πίνακα των Εισηγητών μπορούν να συμπεριληφθούν και ομότιμα μέλη του Τ.Ε.Ε..

Άρθρο 206
Διαδικασία ενώπιον των Πειθαρχικών Συμβουλίων

1. Ο Πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου με πράξη του ορίζει τον Εισηγητή της υπόθεσης, στον οποίο τάσσει προθεσμία έως τέσσερις (4) μήνες για την υποβολή της έκθεσής του. Με απόφαση του Προέδρου του Πειθαρχικού Συμβουλίου μπορεί να παραταθεί η προθεσμία αυτή, μία μόνο φορά, για χρονικό διάστημα έως δύο (2) μήνες. Αν παρέλθει άπρακτη η ταχθείσα προθεσμία, ο Εισηγητής αντικαθίσταται με απόφαση του Προέδρου του Πειθαρχικού Συμβουλίου και διαγράφεται από τους πίνακες των Εισηγητών.

2. Ο Εισηγητής κατά την εξέταση της υπόθεσης δύναται να εξετάζει τον καταγγέλλοντα, τους μάρτυρες, ενόρκως ή ανωμοτί, κατά την κρίση του, διενεργεί αυτοψία, συλλέγει το λοιπό αποδεικτικό υλικό, ζητά έγγραφα από κάθε αρχή και Δικαστήριο. Ο Εισηγητής, όταν ολοκληρώσει την εξέταση της υπόθεσης, καλεί τον πειθαρχικά διωκόμενο να λάβει γνώση της κατηγορίας και της μέχρι τότε σχηματισθείσας δικογραφίας και να παράσχει εξηγήσεις, προφορικά ή γραπτά, εντός εύλογης προθεσμίας. Ο διωκόμενος καλείται να παράσχει εξηγήσεις με κλήση που κοινοποιείται σ’ αυτόν με πρόσφορο τρόπο στα στοιχεία που έχει δηλώσει στο μητρώο του Τ.Ε.Ε. ή αναφέρονται στην καταγγελία, η οποία αναφέρει το αποδιδόμενο σ’ αυτόν πειθαρχικό παράπτωμα. Η προθεσμία προς παροχή εξηγήσεων δεν δύναται να είναι μικρότερη των πέντε (5) εργασίμων ημερών από την επίδοση της κλήσης. Ο διωκόμενος προκειμένου να παράσχει εξηγήσεις δικαιούται να λάβει αντίγραφα της δικογραφίας που έχει σχηματισθεί. Όταν η παροχή εξηγήσεων συντελείται εγγράφως, ενεργείται δια υπομνήματος το οποίο κατατίθεται στην Γραμματεία του Πειθαρχικού Συμβουλίου. Αν ο διωκόμενος υποβάλλει έγγραφες εξηγήσεις, ο Εισηγητής μπορεί να διατυπώσει οποιαδήποτε, κατά την κρίση του, διευκρινιστική ή άλλη ερώτηση. Η πειθαρχική διαδικασία δεν δύναται να συνεχιστεί πριν την παροχή εξηγήσεων του διωκόμενου ή πριν να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία προς παροχή εξηγήσεων. Ο Εισηγητής έχει, επίσης, το δικαίωμα να ενεργήσει πράξεις εκτός έδρας του Τ.Ε.Ε. ή του Περιφερειακού Τμήματος, σε κάθε περίπτωση, όμως, έχει την υποχρέωση να ανακοινώσει στον Πρόεδρο του Πειθαρχικού Συμβουλίου, του οποίου είναι μέλος, την προγραμματισμένη από αυτόν πράξη τουλάχιστον είκοσι τέσσερις (24) ώρες πριν από τη διεξαγωγή της.

3. Αν ο Εισηγητής, μετά τη συγκέντρωση του αποδεικτικού υλικού και την παροχή εξηγήσεων του διωκόμενου ή την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας που έχει ταχθεί προς παροχή εξηγήσεων, κρίνει ότι δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις που να στηρίζουν πειθαρχική κατηγορία, διαβιβάζει τον φάκελο στον Πρόεδρο του Πειθαρχικού Συμβουλίου με την πρόταση να μην γίνει κατηγορία και να τεθεί η υπόθεση στο αρχείο. Ο Πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου εισάγει την υπόθεση στο Πειθαρχικό Συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει αν θα γίνει ή όχι η κατηγορία ή αν πρέπει να διενεργηθεί συμπληρωματική εξέταση από τον Εισηγητή. Αν το Πειθαρχικό Συμβούλιο αποφασίσει να μην γίνει η κατηγορία, εκδίδει απαλλακτική απόφαση. Αν το Πειθαρχικό Συμβούλιο αποφασίσει ότι απαιτείται να γίνει συμπληρωματική εξέταση, δίνει εντολή στον Εισηγητή να προβεί σ’ αυτή και ενημερώνονται τα εμπλεκόμενα μέρη. Αν το Πειθαρχικό Συμβούλιο αποφασίσει ότι πρέπει να γίνει κατηγορία, συντάσσεται από τον Εισηγητή το κατηγορητήριο και εφαρμόζονται όσα ορίζονται κατωτέρω.

4. Ο Εισηγητής, μετά την ολοκλήρωση του έργου του, συντάσσει το κατηγορητήριο, το οποίο διαβιβάζει στον Πρόεδρο του Πειθαρχικού Συμβουλίου μαζί με ολόκληρο τον φάκελο της υπόθεσης και τον κατάλογο των μαρτύρων που πρέπει να κληθούν. Ο Πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου, αμέσως μόλις παραλάβει το κατηγορητήριο και τον φάκελο της υπόθεσης και το αργότερο εντός έξι (6) μηνών από την παραλαβή αυτών, οφείλει να ορίσει ημέρα και ώρα συνεδριάσεως του Πειθαρχικού Συμβουλίου, στην οποία δύναται να παρίσταται και ο Εισηγητής. Ο διωκόμενος καλείται να παραστεί στη συνεδρίαση με πράξη του Προέδρου, η οποία περιέχει το κατηγορητήριο και κοινοποιείται σ’ αυτόν με οποιοδήποτε δημόσιο όργανο, με δικαστικό επιμελητή ή με άλλο πρόσφορο τρόπο, στα στοιχεία που έχει δηλώσει στο μητρώο του Τ.Ε.Ε.. Όταν η κοινοποίηση γίνεται με δικαστικό επιμελητή, συντάσσεται αποδεικτικό επίδοσης και στις λοιπές περιπτώσεις αποδεικτικό περί της παραλαβής της κλήσης από τον πειθαρχικά διωκόμενο ή άλλο πρόσωπο νόμιμα εξουσιοδοτημένο από αυτόν. Ο διωκόμενος δικαιούται να λάβει αντίγραφα της δικογραφίας, να παραστεί ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου αυτοπροσώπως ή με δικηγόρο ή δια πληρεξουσίου δικηγόρου και να υποβάλει απολογητικό υπόμνημα. Στη συζήτηση καλείται, με πρόσφορο τρόπο, να παραστεί και ο καταγγέλλων, ο οποίος δύναται να παραστεί αυτοπροσώπως ή με δικηγόρο ή δια πληρεξουσίου δικηγόρου. Ο διωκόμενος ασκεί το δικαίωμά του για υπεράσπιση, καλώντας με δική του ευθύνη και χωρίς προδικασία μέχρι δύο (2) μάρτυρες για να καταθέσουν υπέρ αυτού και της υπόθεσής του. Το ίδιο δικαίωμα έχει και ο καταγγέλλων.

5. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο, κατά την προσδιορισθείσα δικάσιμο, δύναται, κατά την κρίση του, να εξετάσει ή επανεξετάσει μάρτυρες, από τον κατάλογο των μαρτύρων που έχει διαβιβάσει ο εισηγητής ή προτείνουν ο διωκόμενος ή ο καταγγέλλων. Στην περίπτωση αυτή η κλήση κοινοποιείται στα εμπλεκόμενα μέρη με πρόσφορο τρόπο. Στη συνέχεια και μετά την προφορική ή γραπτή απολογία του διωκομένου ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου ή σε περίπτωση μη εμφανίσεώς του, μετά την διαπίστωση της νομίμου κλητεύσεως αυτού, το Πειθαρχικό Συμβούλιο εκδίδει την απόφασή του. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο δύναται να αναβάλει για μία (1) μόνο φορά τη λήψη απόφασης με σκοπό να εξετάσει ή να επανεξετάσει ενώπιον του μάρτυρες, ορίζοντας ταυτοχρόνως τη νέα ημερομηνία συνεδρίασης. Στην περίπτωση αυτή δεν απαιτείται να κληθούν τα εμπλεκόμενα μέρη, εκτός αν αυτοί ή κάποιος εξ αυτών ήταν απόντες, οπότε καλούνται να παραστούν με πρόσφορο τρόπο. Οι μάρτυρες προσέρχονται με επιμέλεια των ενδιαφερομένων. Η μη προσέλευση των μαρτύρων δεν κωλύει τη λήψη απόφασης.

Άρθρο 207
Έκδοση πειθαρχικής απόφασης

1. Αμέσως μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου και την απολογία του πειθαρχικά διωκόμενου ακολουθεί η διάσκεψη των μελών αυτού για τη λήψη απόφασης. Η συνεδρίαση είναι μυστική και δεν παρίστανται τα εμπλεκόμενα μέρη. Κατά την έκδοση της απόφασης το Πειθαρχικό Συμβούλιο πρώτα αποφασίζει επί της ενοχής ή μη του κρινόμενου και, στη συνέχεια, σε περίπτωση καταδικαστικής απόφασης, αποφασίζει επί της ποινής που θα επιβληθεί.

2. Η απόφαση, η οποία πρέπει να είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη, συντάσσεται εγγράφως και περιλαμβάνει υποχρεωτικά: α) τον τόπο και τη χρονολογία έκδοσής της, β) τα ονοματεπώνυμα και τις ιδιότητες αυτών που εκδίκασαν την υπόθεση και αυτού που κρίθηκε, γ) το πειθαρχικό παράπτωμα που αποδόθηκε στον κρινόμενο, τον χρόνο και τον τόπο διάπραξής του, καθώς και τα άρθρα στα οποία θεμελιώνεται η απόφαση, δ) αν λήφθηκε ομόφωνα ή κατά πλειοψηφία και ε) την αθώωση αυτού που κρίθηκε ή την ποινή που του επιβλήθηκε. Η απόφαση η οποία πρέπει να εκδίδεται, εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών από την ημερομηνία εκδίκασης της υπόθεσης, υπογράφεται από τον πρόεδρο και το γραμματέα του πειθαρχικού συμβουλίου, λαμβάνει αύξοντα αριθμό και τηρείται στο Αρχείο Πειθαρχικών Αποφάσεων των Πρωτοβαθμίων Πειθαρχικών Συμβουλίων που τηρεί το Τ.Ε.Ε. ή το Περιφερειακό Τμήμα του Τ.Ε.Ε..

3. Για τις συνεδριάσεις τηρούνται συνοπτικά πρακτικά, τα οποία υπογράφονται από τον Πρόεδρο και το Γραμματέα και φυλάσσονται μαζί με την απόφαση στο Αρχείο Πειθαρχικών Αποφάσεων που τηρεί το Τ.Ε.Ε. ή το Περιφερειακό Τμήμα του Τ.Ε.Ε.. Η μειοψηφία καταγράφεται μόνο στα πρακτικά. οι ενδιαφερόμενοι δύνανται να λαμβάνουν γνώση των πρακτικών, εφόσον αποδεικνύουν το ειδικό έννομο συμφέρον τους. Τα πρακτικά και οι αποφάσεις δύνανται να τηρούνται και σε ηλεκτρονικό αρχείο.

4. Με την απόφαση με την οποία επιβάλλεται η ποινή επιβάλλονται εις βάρος του καταδικασθέντα και τα έξοδα της πειθαρχικής διαδικασίας.

5. Οι αποφάσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου κοινοποιούνται αμέσως, με επιμέλεια του Προέδρου, κατά περίπτωση στον Πρόεδρο του Τ.Ε.Ε ή στον Πρόεδρο του Περιφερειακού Τμήματος του Τ.Ε.Ε. και στα εμπλεκόμενα μέρη. Ειδικότερα, η κοινοποίηση της απόφασης προς τον καταγγέλλοντα γίνεται με κάθε πρόσφορο τρόπο. Η κοινοποίηση της απόφασης προς τον διωκόμενο, εάν είναι αθωωτική, γίνεται με κάθε πρόσφορο τρόπο και εάν είναι καταδικαστική με δικαστικό επιμελητή ή με οποιοδήποτε δημόσιο όργανο. Όταν η κοινοποίηση γίνεται με δικαστικό επιμελητή, συντάσσεται αποδεικτικό επίδοσης, ενώ όταν συντελείται από δημόσιο όργανο συντάσσεται αποδεικτικό περί της παραλαβής της απόφασης από τον καταδικασθέντα ή άλλο πρόσωπο νόμιμα εξουσιοδοτημένο από αυτόν. Ο καταδικασθείς δύναται, μετά από ειδοποίηση της Γραμματείας, να προσέλθει και να παραλάβει ο ίδιος ή εξουσιοδοτημένος εκπρόσωπος αυτού, την καταδικαστική απόφαση. Στην περίπτωση αυτή συντάσσεται απόδειξη παραλαβής, η οποία υπογράφεται από αυτόν.

6. Αν ο διωκόμενος δεν έχει δηλώσει στο Τ.Ε.Ε. ή δεν δηλώσει κατά τη διάρκεια της πειθαρχικής διαδικασίας στοιχεία επικοινωνίας, την υφιστάμενη ακριβή διεύθυνση του γραφείου του ή της κατοικίας του ή είναι άγνωστης διαμονής, τότε οι κοινοποιήσεις της πειθαρχικής διαδικασίας γίνονται στον Πρόεδρο του Τ.Ε.Ε. ή του Περιφερειακού Τμήματος του Τ.Ε.Ε., ο οποίος θεωρείται νόμιμος αντίκλητός του.

Άρθρο 208
Έφεση

1. Κατά της απόφασης του Πρωτοβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου, με την οποία επιβλήθηκε οποιαδήποτε ποινή, πλην της επίπληξης και του προστίμου, δύναται να ασκηθεί έφεση ενώπιον του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου, εντός προθεσμίας δέκα πέντε (15) ημερών από την επίδοση της απόφασης. Στην προθεσμία αυτή δεν υπολογίζεται το χρονικό διάστημα από 1η έως και 31η Αυγούστου.

2. Η έφεση κατατίθεται στη Γραμματεία του Πειθαρχικού Συμβουλίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Για την άσκηση της έφεσης συντάσσεται πράξη κατάθεσης. Η κατάθεση της έφεσης συνοδεύεται από την κατάθεση παραβόλου υπέρ του Τ.Ε.Ε. αξίας εκατό (100,00) ευρώ ανά προσβαλλόμενη απόφαση, άλλως αυτή τυγχάνει απαράδεκτη. Το ποσό του παραβόλου δύναται να αναπροσαρμόζεται με απόφαση της Αντιπροσωπείας του ΤΕΕ. Σε περίπτωση αποδοχής της έφεσης το παράβολο επιστρέφεται στον εκκαλούντα, άλλως καταπίπτει υπέρ του Τ.Ε.Ε..

3. Δικαίωμα άσκησης έφεσης κατά απόφασης του Πρωτοβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου έχουν αυτός που καταδικάσθηκε και ο Πρόεδρος του Τ.Ε.Ε. ή του Περιφερειακού Τμήματος του Τ.Ε.Ε., ο οποίος δύναται να ασκήσει έφεση και κατά των ανέκκλητων αποφάσεων.

4. Η προθεσμία για την άσκηση έφεσης και η άσκηση της έφεσης έχουν ανασταλτική δύναμη, εκτός αν η απόφαση ορίζει διαφορετικά.

5. Μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από την κατάθεση της έφεσης, με επιμέλεια και ευθύνη του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου που εξέδωσε την απόφαση, ο φάκελος διαβιβάζεται στον Πρόεδρο του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου, ο οποίος, μόλις τον παραλάβει, ορίζει Εισηγητή ένα από τα μέλη του. Ο Εισηγητής οφείλει εντός προθεσμίας ενός
(1) μηνός από τον διορισμό του και την παραλαβή του φακέλου να συντάξει εισήγηση επί της υπόθεσης και να διαβιβάσει αυτή μαζί με τον φάκελο της υπόθεσης στον Πρόεδρο του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου. Με απόφαση του Προέδρου του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου μπορεί να παραταθεί η προθεσμία αυτή μία μόνο φορά για χρονικό διάστημα έως ένα (1) μήνα. Αν παρέλθει άπρακτη η ταχθείσα προθεσμία, ο Εισηγητής αντικαθίσταται με απόφαση του Προέδρου του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου.

6. Ο Πρόεδρος του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου, οφείλει, αμέσως μόλις παραλάβει την εισήγηση και τον φάκελο της υπόθεσης και το αργότερο εντός έξι (6) μηνών από την παραλαβή αυτού, να ορίσει δικάσιμο για την εκδίκαση της έφεσης, στην οποία καλεί τον καταδικασθέντα να παραστεί με κλήση που κοινοποιείται σ’ αυτόν με δικαστικό επιμελητή ή με οποιοδήποτε δημόσιο όργανο στη διεύθυνση που έχει δηλώσει, το αργότερο δέκα (10) ημέρες πριν από την δικάσιμο. Όταν η κοινοποίηση γίνεται με δικαστικό επιμελητή συντάσσεται αποδεικτικό επίδοσης, ενώ όταν συντελείται από δημόσιο όργανο συντάσσεται αποδεικτικό περί της παραλαβής της κλήσης από τον καταδικασθέντα ή άλλο πρόσωπο νόμιμα εξουσιοδοτημένο από αυτόν. Ο καταδικασθείς δύναται, μετά από ειδοποίηση της Γραμματείας, να προσέλθει και να παραλάβει ο ίδιος ή εξουσιοδοτημένος εκπρόσωπος αυτού, την κλήση. Στην περίπτωση αυτή συντάσσεται απόδειξη παραλαβής, η οποία υπογράφεται από αυτόν. Ο διωκόμενος μπορεί να παραστεί κατά τη συζήτηση της έφεσης είτε αυτοπροσώπως είτε με πληρεξούσιο δικηγόρο ή δια πληρεξούσιου δικηγόρου και να αναπτύξει εγγράφως ή προφορικά τις απόψεις του. Κατά την εκδίκαση της υπόθεσης καλείται, με πρόσφορο τρόπο, να παραστεί και ο καταγγέλλων, ο οποίος δύναται να παραστεί αυτοπροσώπως ή με πληρεξούσιο δικηγόρο ή δια πληρεξουσίου δικηγόρου.

7. Το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο με την απόφασή του επικυρώνει, μεταρρυθμίζει ή εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση. Το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο, σε περίπτωση άσκησης εφέσεως από τον καταδικασθέντα, δεν δύναται, με την απόφασή του, να καταστήσει χειρότερη τη θέση αυτού. Σε περίπτωση ασκήσεως εφέσεως από τον Πρόεδρο του Τ.Ε.Ε. ή του Περιφερειακού Τμήματος του Τ.Ε.Ε. δεν δύναται να καταστήσει ευνοϊκότερη τη θέση του καταδικασθέντα.

8. Οι αποφάσεις του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου εκδίδονται εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών από την ημερομηνία εκδίκασης της υπόθεσης, υπογράφονται από τον Πρόεδρο και τον Γραμματέα αυτού και καταχωρούνται κατ’ αύξοντα αριθμό και τηρούνται στο Αρχείο Αποφάσεων του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου που τηρεί το Τ.Ε.Ε. ή το Περιφερειακό Τμήμα του Τ.Ε.Ε.. Κατά τα λοιπά όσον αφορά την έκδοση απόφασης και το περιεχόμενο αυτής εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις του παρόντος για την έκδοση απόφασης από τα Πρωτοβάθμια Πειθαρχικά Συμβούλια. Με την απόφαση του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου δύναται να επιβάλλονται εις βάρος του καταδικασθέντα τα έξοδα αμφοτέρων των βαθμών της πειθαρχικής διαδικασίας.

9. Οι αποφάσεις του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου, με επιμέλεια του Προέδρου αυτού, κοινοποιούνται αμέσως στα εμπλεκόμενα μέρη. Ειδικότερα, η κοινοποίηση προς τον καταγγέλλοντα γίνεται με κάθε πρόσφορο τρόπο. Η κοινοποίηση της απόφασης προς τον διωκόμενο, εάν είναι αθωωτική, γίνεται με κάθε πρόσφορο τρόπο και εάν είναι καταδικαστική με δικαστικό επιμελητή ή με οποιοδήποτε δημόσιο όργανο. Όταν η κοινοποίηση γίνεται με δικαστικό επιμελητή συντάσσεται αποδεικτικό επίδοσης, ενώ, όταν συντελείται από δημόσιο όργανο, συντάσσεται αποδεικτικό περί της παραλαβής της απόφασης από τον καταδικασθέντα ή άλλο πρόσωπο νόμιμα εξουσιοδοτημένο από αυτόν. Ο καταδικασθείς δύναται, μετά από ειδοποίηση της γραμματείας, να προσέλθει και να παραλάβει ο ίδιος ή εξουσιοδοτημένος εκπρόσωπος αυτού, την καταδικαστική απόφαση. Στην περίπτωση αυτή συντάσσεται απόδειξη παραλαβής, η οποία υπογράφεται από αυτόν.

10. Για την αίτηση εξαίρεσης μέλους του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις του παρόντος για την εξαίρεση μέλους Πρωτοβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου. Αίτηση εξαίρεσης όλων των μελών του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου είναι απαράδεκτη. Η αίτηση εξαίρεσης μέλους του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου εξετάζεται από το ίδιο και κατά τη συνεδρίαση δεν παρίσταται το μέλος ή τα μέλη των οποίων ζητείται η εξαίρεση.

11. Στην αρμοδιότητα του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου υπάγονται επίσης ο έλεγχος και η εποπτεία για την ταχεία και προσήκουσα διεξαγωγή των υποθέσεων από τα Πρωτοβάθμια Πειθαρχικά Συμβούλια.

Άρθρο 209
Εκτέλεση πειθαρχικών αποφάσεων

1. Οι τελεσίδικες αποφάσεις των Πειθαρχικών Συμβουλίων εκτελούνται με επιμέλεια του Προέδρου της έδρας του Τ.Ε.Ε. ή του Περιφερειακού Τμήματος του Τ.Ε.Ε., του οποίου ο τιμωρηθείς αποτελεί μέλος ή στην Περιφέρεια του οποίου ασκεί το έργο του Μηχανικού. Περισσότερες τελεσίδικες καταδικαστικές αποφάσεις κατά του ίδιου προσώπου εκτελούνται διαδοχικά.

2. Οι τελεσίδικες αποφάσεις των Περιφερειακών Πειθαρχικών Συμβουλίων κοινοποιούνται, με επιμέλεια του Προέδρου αυτών, στον Πρόεδρο της έδρας του Τ.Ε.Ε., ο οποίος μεριμνά για τη δημοσίευση τους στην ιστοσελίδα του Τ.Ε.Ε..

3. Τα επιβληθέντα πρόστιμα ή οι χρηματικές ποινές, καθώς και τα επιβληθέντα έξοδα της πειθαρχικής διαδικασίας καταβάλλονται από τον καταδικασθέντα στο Ταμείο του Τ.Ε.Ε. εντός ενός (1) μηνός από την κοινοποίηση σ’ αυτόν της καταδικαστικής απόφασης. Σε περίπτωση καθυστέρησης καταβολής τα άνω ποσά προσαυξάνονται κατά ποσοστό ένα τοις εκατό (1%) για κάθε μήνα καθυστέρησης και μέχρι ποσού ίσου με το πενήντα τοις εκατό (50%) αυτών.

4. Σε περίπτωση μη καταβολής τους κατά τα ανωτέρω, τα επιβληθέντα πρόστιμα ή οι χρηματικές ποινές, καθώς και τα έξοδα της πειθαρχικής διαδικασίας και οι προσαυξήσεις τους βεβαιώνονται και εισπράττονται όπως οι συνδρομές των μελών του Τ.Ε.Ε.. Στην περίπτωση αυτή δεν χορηγείται ενημερότητα Τ.Ε.Ε. και βεβαίωση περί τέλεσης ή μη πειθαρχικού παραπτώματος.

5. Η επιβολή της ποινής της προσωρινής και οριστικής στέρησης της δυνατότητας άσκησης επαγγέλματος συνεπάγεται την ταυτόχρονη απαγόρευση διενέργειας πράξεων μέσω των πληροφοριακών συστημάτων του Τ.Ε.Ε. και την εν γένει χρήση των εν λόγω συστημάτων αυτού, στις περιπτώσεις όπου τούτο απαιτείται από την κείμενη νομοθεσία. Επίσης οι καταδικασθέντες δεν δύνανται α) να εκλέγουν και να εκλέγονται κατά τις αρχαιρεσίες του Τ.Ε.Ε., β) να υποβάλουν έγκυρα μελέτη ή έργο σε Δημοσία Αρχή ή σε ΝΠΔΔ ή σε Οργανισμό Κοινής Ωφέλειας ή γ) να αναλάβουν τέτοια μελέτη ή έργο από Δημοσία Αρχή ή από ΝΠΔΔ ή από Οργανισμό Κοινής Ωφέλειας. Περαιτέρω δεν χορηγείται σ’ αυτούς πτυχίο Μελετητή ή Εργολήπτη Δημόσιων Έργων, ούτε ανανεώνεται το πτυχίο το οποίο ήδη κατέχουν.

Άρθρο 210
Γραμματεία Πειθαρχικών Συμβουλίων

1. Σε κάθε Πειθαρχικό Συμβούλιο λειτουργεί γραμματεία, η οποία αποτελείται από υπαλλήλους του αντίστοιχου Τ.Ε.Ε., οι οποίοι, καθώς και οι αναπληρωτές τους, ορίζονται με πράξη του Προέδρου της Διοικούσης Επιτροπής της έδρας του Τ.Ε.Ε. ή του Περιφερειακού Τμήματος του Τ.Ε.Ε. και οι οποίοι ενεργούν κάθε πράξη η οποία είναι αναγκαία για τη διεκπεραίωση των πειθαρχικών υποθέσεων, σύμφωνα με τις υποδείξεις του Προέδρου του Πειθαρχικού Συμβουλίου και των Εισηγητών. Με πράξη του Προέδρου δύναται να ορίζεται υπάλληλος του ΤΕΕ ως ειδικός Γραμματέας των Εισηγητών. Οποιαδήποτε παράλειψη στον ορισμό του προσωπικού της γραμματείας δεν επηρεάζει τη νόμιμη συγκρότηση των Πειθαρχικών Συμβουλίων.

2. Στον Πρόεδρο, τους Αντιπροέδρους, τα μέλη, τους Εισηγητές, τους Γραμματείς των Πειθαρχικών Συμβουλίων, καθώς και στους ειδικούς Γραμματείς των Εισηγητών, καταβάλλεται ειδική αποζημίωση, η οποία καθορίζεται με απόφαση της Αντιπροσωπείας, μετά από εισήγηση της Διοικούσης Επιτροπής του Τ.Ε.Ε.. Η αποζημίωση αυτή απαλλάσσεται από οποιαδήποτε κράτηση, εισφορά ή δικαίωμα υπέρ οποιουδήποτε νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή ασφαλιστικού οργανισμού ή οποιουδήποτε τρίτου.

Μπορείτε να δείτε αναλυτικά τι περιλαμβάνεται στο νέο νομοσχέδιο, εδώ

Fibran
Katoikia.gr

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

ΡΟΗ ΑΡΘΡΩΝ

3ο Συνέδριο Πυροπροστασίας Κατασκευών
Verde.Tec 2024
13ο ΕΘΝΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΓΙΑ ΤΙΣ ΗΠΙΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ

Newsletter

Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την πολιτική cookie.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις απορρήτου

When you visit any web site, it may store or retrieve information on your browser, mostly in the form of cookies. Control your personal Cookie Services here.

Τα λειτουργικά cookies παρακολουθούν την σωστή λειτουργία του ιστότοπου μας και επιτρέπουν στον ιστότοπο να θυμάται τις επιλογές που κάνετε (π.χ. προτιμήσεις γλώσσας ή περιοχής). Παρέχουν χαρακτηριστικά, τα οποία σας βοηθούν έτσι ώστε να μη χρειάζεται να καθορίζετε τις επιλογές σας κάθε φορά που επισκέπτεστε τον ιστότοπο. Οι πληροφορίες που συλλέγουν αυτά τα cookies είναι ανώνυμες και δεν είναι δυνατόν να παρακολουθήσουν την δραστηριότητα της περιήγησής σε άλλους ιστότοπους.

Preferences
Τα λειτουργικά cookies παρακολουθούν την σωστή λειτουργία του ιστότοπου μας και επιτρέπουν στον ιστότοπο να θυμάται τις επιλογές που κάνετε (π.χ. προτιμήσεις γλώσσας ή περιοχής).
  • _at_cm_hide

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες